Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

ΟΤΑΝ Ο ΛΟΥ ΡΙΝΤ ΜΟΥ "ΣΥΣΤΗΣΕ" ΤΟΝ ΟΡΦΕΑ...




Δεκέμβρης μήνας. Δεν ήταν κρύο εκείνο, ψόφος ήταν. Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Μόνον εκείνος ο ξεχαρβαλωμένος θόρυβος από το παλιό σκουπιδιάρικο έσπαγε τη σιωπή και την ερημιά. Αυτός ανέβηκε τις στενές σκάλες τουρτουρίζοντας. Άνοιξε την ξύλινη εσωτερική πόρτα που έτριζε τις αποτελειωμένες της μνήμες και κοντοστάθηκε πλάι από τη σόμπα. Τέντωσε τα χέρια του από πάνω της, τρίβοντάς τα για να φύγει η παγωνιά που είχε προλάβει να τα κοκαλώσει. Έτσι πρόχειρα ζεσταμένα, τα έχωσε βιαστικά μέσα στο μπουφάν, ψαχουλεύοντας να βρει το πακέτο με τα τσιγάρα. Τα κατάφερε. Ένα τσαλακωμένο Καρέλια ήταν, σχεδόν άδειο. Τα πέντε βήματα που τον χώριζαν από το μπαρ διαστέλλονταν συνεχώς, αλλά με κάποιον περίεργο τρόπο, γλίστρησε επιτήδεια ανάμεσα από τις λιγοστές παρέες και τα αδειανά τραπέζια και πήγε και στερεώθηκε στο κενό που άφηναν τα δύο σκαμπό.

Έγειρε πάνω στη μπάρα και, σαν ξεψυχισμένος, έβγαλε μέσα από το πικρό του
στόμα την παραγγελία. Ένα Canadian… Σκέτο, και αμέσως βάλθηκε να ανάψει το τσιγάρο που κρέμονταν ετοιμόρροπο στην αστάθεια των χειλιών του. Μία, δύο, τρεις… Καμία σπίθα. Κάτι έβρισε ακατάληπτα και με το βλέμμα του χαμένο στον αντικρινό καθρέφτη μού ζήτησε φωτιά.

Άφησα να παίζει η μουσική και τον πλησίασα για να του προσφέρω τη σταθερότητα που του έλειπε. Ο δικός μου, ε…; Δεν κοίταζε εμένα. Τα διεσταλμένα του μάτια πηγαινοέρχονταν πάνω στους κύκλους που σχημάτιζε ο δίσκος και το σώμα του έκανε να πάρει ρυθμό μαζί του… Το Berlin έμοιαζε σα να του τρυπάει τα σωθικά. Οι κιθάρες είχαν αφηνιάσει στο ρεφραίν και τον παρέσερναν σε βαθιές και ακατάστατες γουλιές αλκοόλ. Ο Λου, ρε φίλε… τι τα θες, μέγας!

Ήταν γύρω στα είκοσι με είκοσι δύο. Νιόφερτος στην πόλη. Είπε πως γεννήθηκε στην Πρέβεζα, όμως εμένα μου φάνηκε σα να ξεπηδούσε μέσα από τις πέντε σκοτεινές συνοικίες της Νέας Υόρκης και πίσω του να έτρεχαν λαχανιασμένα τα τραβεστί από το Walkon the wild side. Το πρόσωπό του είχαν αρχίσει να το τσακίζουν οι πρώτες καταχρήσεις. Μία τρεμούλα πήγε να ξεπηδήσει από τα λεπτοκαμωμένα του δάκτυλα, αλλά κόπηκε ακριβώς πάνω στο μανιασμένο ρούφηγμα του καπνού. Κι αμήχανα, άφησα τη βελόνα να φωλιάσει στα αυλάκια του Oh! Sweet Nuthin…

Τον συνάντησα μετά από μέρες σε ένα στενό που έβγαζε στα πρώτα χαμόσπιτα του Άη Γιώργη. Κατέβαινε να πάρει το λεωφορείο για την Αθήνα. Φορούσε ένα σκούρο παλτό και είχε τυλιχτεί μέσα σε ένα μάλλινο κασκόλ, σα να ήθελε να κρύψει εκείνη τη χλομάδα που αντιφέγγιζε στον χειμωνιάτικο ήλιο. Από το αδύνατο χέρι του σερνόταν μία μεγάλη βαλίτσα. Τα υπάρχοντά του, σκέφτηκα. Ένα γεια πρόλαβα και η έκδηλη βιασύνη του συνοδεύτηκε με τον δικό του αποχαιρετισμό: Φεύγω, φίλε… Πιες για μένα ένα Canadian και βάλε να παίξει απόψε το Perfect Day…

Η Άνοιξη είχε μπει για τα καλά, όταν στα χέρια μου ήρθε ένα απρόσμενο γράμμα.
Άγνωστος ο αποστολέας, άγνωστη η διεύθυνσή του και στη θέση τού παραλήπτη… το όνομα του μπαρ της Παύλου Μελά. Έσκισα προσεκτικά το φάκελο γεμάτος περιέργεια και ξεκίνησα να διαβάζω το μικρό σημείωμα που είχε μέσα: Μου ήταν αρκετή μια κρύα νύχτα σαν εκείνη. Τώρα λέω να φτιάξω τις λιακάδες μου. Κι έχω κι αυτόν τον Λου να μου τραγουδάει. Ίσως και για να σας θυμάμαι…

Ξαναπιάνω βιαστικά το φάκελο. Διαβάζω πάλι: αποστολέας, Ορφέας Κ., διεύθυνση, Θεραπευτική Κοινότητα 18 ΑΝΩ, Αθήνα… Προσπαθώ να μαζέψω ένα δάκρυ, αλλά αυτό έχει πάρει το δρόμο του και κατεβαίνει. Το αφήνω. Να πάει να ανταμώσει τη χαρά που σπαρταράει στα χείλη…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου