Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΙΟΥ ΤΙΣ ΛΑΣΠΕΣ

Σούργελα υπάρχουν πολλά. Ποταμίσια όμως… πάμπολλα! Το χειρότερο όλων; Ότι τα περισσότερα από αυτά συνοδεύονται και από «κάτσε καλά» ακαδημαϊκούς τίτλους. Ας πούμε αυτή η Αντιγόνη Λυμπεράκη που, εκτός από «εθελόντρια» του Ποταμιού, είναι και… καθηγήτρια Πανεπιστημίου. Φτου στον κόρφο μας δηλαδή και αλίμονο στα παιδιά μας…

Για να είμαι ειλικρινής, ελάχιστα «θαμπώνομαι» από τα βιογραφικά και τις σταδιοδρομίες. Τι να μου πει, ας πούμε, το ότι η κυρία Λυμπεράκη σπούδασε Οικονομική Ανάπτυξη στο Σάσσεξ και έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, στο City University of New York και στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι; Για να το πω όσο πιο κομψά μπορώ… επέρδημεν! «Χορτάσαμε» από φούμαρα. Φλομώσαμε από μέλη του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Εργασίας και συντονίστριες στην εκπόνηση τριών Εθνικών Σχεδίων Δράσης για την Απασχόληση. Πόσο μάλλον όταν όλα αυτά συμβαίνουν στην περίοδο της μεγάλης Σημιτικής ρεμούλας     

Όσο για την πολιτική και κοινωνικής της… καριέρα; Μπαξές! Πρώην μέλος της Κεντρικής Επιτροπής τους ενιαίου Συνασπισμού (εκεί να βλέπατε τι… φρούτα ωρίμαζαν!), κατόπιν αντιπρόεδρος της Δράσεως (τρεις λαλούν και δυο χορεύουν) και στο καπάκι… Ποτάμι. Όπερ μεθερμηνευόμενο, το δέσαμε το γλυκό!

Παρεμπιπτόντως, η σημερινή μας τιμωμένη είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης για τα Φεμινιστικά Οικονομικά (έλα μ…. στον τόπο σου) και φιλάνθρωπο στέλεχος του Διοικητικού Συμβουλίου της οργάνωσης Action Aid στην Ελλάδα και την Κένυα. Αλίμονο…

Θα αναρωτιέστε, βέβαια, γιατί όλα αυτά και από πού μας ξεφύτρωσε έτσι στα ξαφνικά (και Χριστουγεννιάτικα) η εν λόγω. Για όσους λοιπόν δεν το γνωρίζουν, ενημερώνω: η κυρία Λυμπεράκη πήγε τις προάλλες στην Αγία Πετρούπολη και θέλησε να μεταφέρει στο πολυπληθές της κοινό (2.822 άτομα την «αρέσουν» στο facebook!) τις εντυπώσεις της από την ταξιδιωτική της εμπειρία. Κι ενώ εσύ έχεις στηθεί στο twitter και περιμένεις τίποτε Χειμερινά Ανάκτορα, τίποτε Ερμιτάζ, άντε και κανένα Θέατρο Αλεξαντρίνσκι για τους πιο… ψαγμένους, πέφτεις μπροστά σε μία φωτογραφία από ένα αχανές σούπερ μάρκετ με… άδεια ράφια, την οποία «κοσμεί» το «μες στην τρελή χαρά» σχόλιο της καθηγήτριας (σύνταξη–ορθογραφία δικιά της): Τωρα απο Αγια πετρούπολη Ρωσια. Οι αγορες χορευουν πεντοζαλι. Αδεια ραφια παντου. Αντε και στα δικα μας

Ομολογώ, τρόμαξα! Αν είναι να έρθει ο νταουλιέρης ο Τσίπρας και καταντήσει τα σούπερ μάρκετ σάλα για μπόουλινγκ και σκηνικό για σκανδιναβικό θρίλερ, χίλια χρόνια Σαμαρά με Βενιζέλο να χορταίνει το… ματάκι μας! Όλα να τα ανεχτώ, όλα να τα υπομένω, αλλά άδεια ράφια δεν τα σηκώνει ο… καταναλωτικός μου πολιτισμός.

Αυτά σκεφτόμενος –και καθώς πήρα να σέρνω το ποντίκι προς Like μεριά (καθότι και ιδεολογικοπολιτικά ευάλωτος)– βλέπω να «ανεβαίνει» σχόλιο προσεκτικότερου εμού αναγνώστη με την εξής επισήμανση: Ρε παίδες, οι ταμπέλες είναι γραμμένες στα ιαπωνικά ή εμένα μου μοιάζουν ιδεογράμματα; Δεν περνάει ούτε ένα λεπτό και καταφθάνει δεύτερο σχόλιο: Μιλούν Γιαπωνέζικα στη Ρωσία; Θαύμα, θαύμα! Όπα, λέω, μπάστα κυρία Αντιγόνη μου κοσμογυρισμένη, γιατί κάτι δε μας λες καλά. Ζουμάρω αμέσως στη φωτογραφία και πράγματι! Τίγκα στο ιαπωνικόν οι ταμπελίτσες με τα ζυμαρικά και τις μπεσαμέλ!

Μην τα πολυλογώ. Η καθηγήτρια του Ποταμιού, ξεσήκωσε μία φωτογραφία από το τσουνάμι του 2011 στην Ιαπωνία και την «κόλλησε» στα… πολιτικά της γούστα για να «την πει» στον ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο απλά και τόσο άνετα. Για το πόσο άθλια και το πόσο αισχρά, αφήνω σε εσάς να το κρίνετε.

Πριν σας… πάρει το Ποτάμι!

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

ΣΤΗ ΛΗΘΗ Ή ΣΤΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ;



«Εμπνευσμένος» από το κείμενό μου για την Οδό Κουντουριώτου (Νέα Εγνατία, Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014 και στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://gavrefl.blogspot.gr/2014/12/blog-post_25.html), ο Κωστής Σιμιτσής ανήρτησε στο facebook ένα δικό του κείμενο –ο ίδιος το χαρακτηρίζει «προσπάθεια»– για να αποδώσει, όπως λέει, το κλίμα, τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία της κρίσιμης δεκαετίας του '60, που οδήγησαν στις πολεοδομικές μεταμορφώσεις της πόλης μας. Επειδή έχουν μεγάλο (πρωτίστως πολιτικό) ενδιαφέρον και οι δικές του αντιλήψεις, έκρινα σκόπιμο να το αναδημοσιεύσω ολόκληρο και εδώ… Γράφει:

Στις αρχές της δεκαετίας του '60 η Καβάλα συνέχιζε ακόμη να είναι ένας δύσκολος οδικός κόμβος για τις μετακινήσεις οχημάτων από Δύση προς Ανατολή. Όμως η οικονομία πλέον είχε άλλες απαιτήσεις. Οι συναλλαγές αυξάνονταν. Τα ΙΧ πλήθαιναν. Τα φορτηγά είχαν ήδη κατακτήσει κυρίαρχο ρόλο στις μεταφορές.

Φανταστείτε λοιπόν ένα φορτηγό που πήγαινε να φορτώσει λιπάσματα στη ΒΦΛ: κατέβαινε την 7ης Μεραρχίας, έμπαινε στη Βενιζέλου, στη Δοϊράνης έστριβε αριστερά (στην πιάτσα του 36-60), στην Ομονοίας που τότε δεν ήταν μονόδρομος έστριβε δεξιά και στα παλιά δικαστήρια παρέκαμπτε κυκλικά τον τροχονόμο για να διασχίσει την πλατεία Νικοτσάρα και να περάσει τις Καμάρες. Όταν επέστρεφε, ερχόταν από τη Σαππαίων και τη συνοικία του Τιμίου Σταυρού, κατέβαινε τη Γαλλικής Δημοκρατίας, στην Ομονοίας έστριβε αριστερά στο ύψος του Ανανιάδη και συνέχιζε στη Βενιζέλου. Αυτό προκαλούσε ατυχήματα, ρύπανση και πληθώρα κυκλοφοριακών προβλημάτων.

Η διαμόρφωση της Ερυθρού Σταυρού έδινε το στίγμα μιας καλύτερης πολεοδομικής οργάνωσης, που θα επέτρεπε βελτίωση στις κυκλοφοριακές συνθήκες και θα μεγάλωνε τον δημόσιο χώρο εμπλουτίζοντάς τον με εμβληματικά κρατικά κτήρια, όπως το Μουσείο και το Διοικητήριο (δείτε τα σχέδια του αρχιτέκτονα Κραντωνέλη). Αποκάλυπτε όμως παραδειγματικά τις αδυναμίες του φτωχού ελληνικού κράτους και του ακόμη φτωχότερου δήμου Καβάλας, που χρειάστηκε να περιμένουν σαράντα ολόκληρα χρόνια για να υλοποιήσουν εκείνα που είχαν σχεδιαστεί στην τετραετία 1928-32 του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Ούτε λόγος εκείνη την εποχή για να κατασκευαστεί παράκαμψη της πόλης. Δεν υπήρχαν τα τεράστια ποσά που διατέθηκαν αργότερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να έχουμε την Εγνατία Οδό. Αλλά και η νοοτροπία των εμπόρων σε όλη τη χώρα υποστήριζε τη διέλευση των οχημάτων από τις πόλεις και τα χωριά για να προκύπτει οικονομική δραστηριότητα.

Η μοναδική λύση για την αντιμετώπιση των κυκλοφοριακών προβλημάτων της Καβάλας εκείνη την εποχή ήταν η διάνοιξη της Κουντουριώτου. Το σχέδιο είχε αποφασιστεί επί δημαρχίας Τσολάκη αλλά βυθίστηκε στην έλλειψη οικονομικών πόρων, κυρίως όμως στην πάγια αδυναμία των ελληνικών δημοκρατικών διαδικασιών (χρονοτριβή, πολλαπλές προσφυγές στη δικαιοσύνη χωρίς γρήγορη έκδοση αποφάσεων, πελατειακού χαρακτήρα πιέσεις προς τον Δήμο, τους βουλευτές, τις κυβερνήσεις).

Η λύση αυτή διευκόλυνε και ταυτόχρονα αποκάλυπτε μια καινούργια τάση, που διαμορφωνόταν στην καβαλιώτικη κοινωνία της εποχής. Τον εξευρωπαϊσμό, όχι ως προσωπική στάση ζωής αλλά ως δημιουργία "εξωτερικών" συνθηκών που θα προσιδίαζαν με εκείνο που ήδη γνώρισαν οι μετανάστες στη Γερμανία και στη Γαλλία. Το οθωμανικό παρελθόν της πόλης ενοχλούσε για διάφορους λόγους, ιστορικούς, εθνικούς, ακόμη και υγειονομικούς σε μια πόλη με απαρχαιωμένο δίκτυο αποχέτευσης. Από την άποψη αυτή ο Ευάγγελος Ευαγγελίου, δήμαρχος σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της επταετίας 1967-74, πέτυχε να εκφράσει το όραμα της τοπικής κοινωνίας της εποχής. Πολλές φορές και κόντρα στη θέληση των συνταγματαρχών που τον επέβαλαν. Γι' αυτό ήταν αγαπητός και τον σέβονταν όλοι μέχρι το τέλος της ζωής του.

Σήμερα, βιώνοντας τη σιγουριά της αναδρομικής γνώσης της ιστορίας μπορούμε να εκφράζουμε τη λύπη μας για την καταστροφή μιας παραδοσιακής πλευράς της πόλης μας. Ξεχνάμε όμως ότι οι πόλεις είναι ζωντανές, αλλάζουν εμφάνιση, πληθυσμό, ιδεολογία. Αλίμονο αν ήταν στατικές. Δεν θα ήταν φορείς του καινούργιου, του σύγχρονου, του ανανεωτικού. Άλλωστε, αυτό που σήμερα είναι παραδοσιακό πριν από 150 χρόνια ήταν ρηξικέλευθο και γκρέμιζε τα προϋπάρχοντα (στην Καβάλα συνέβη αυτό από τα μέσα του 19ου αιώνα, επεκτάθηκε η τότε νέα πόλη εκτός των τειχών σε βάρος της παλιάς).

Η νοσταλγία για το παλιό πολλές φορές κρύβει την αδυναμία μας μπροστά στο καινούργιο, που δεν το έχουμε ακόμη αφομοιώσει. Η προνεωτερική κατάσταση των ανθρώπων μάς συγκινεί, ξεχνάμε όμως πόσες προσπάθειες κατέβαλαν οι πρόγονοί μας για να απαλλαγούν από αυτές. Και πολλές φορές το παλιό επιβιώνει ως σκηνικό, ως κάτι τελείως διαφορετικό από εκείνο που θέλησαν οι δημιουργοί του, πράγμα που δεν είναι κακό απαραίτητα αλλά πρέπει να μας παρακινήσει να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας.

Σήμερα στηρίζουμε πολλά στην τουριστική ανάπτυξη της Καβάλας. Η διάσωση και επανάχρηση των παλιών κτηρίων και των περιοχών (ιδίως Παναγία, Άγιος Νικόλαος, Καμάρες) είναι απαραίτητοι όροι για την αύξηση της τουριστικής επισκεψιμότητας αλλά και για τη διαμόρφωση ιδανικών συνθηκών ζωής για τους ίδιους τους Καβαλιώτες. Αυτό είναι το στοίχημα για ολόκληρη την πόλη. 

Και μία (οφειλομένη) απάντηση!

Για άλλη μία φορά, ο Κωστής Σιμιτσής αποδεικνύεται «μανούλα» στα στρογγυλέματα! Απλά εδώ το «προχωράει» ακόμη πιο πολύ, συνοδεύοντάς τα και με συγχωροχάρτια προς την «επταετία» (για χούντα και δικτατορίες ούτε λόγος) και τους πολιτικούς της υπηρέτες. Ενδυόμενος δε και ρόλο ειδικού (κατά το: «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω»), προσπαθεί να μας πείσει ότι η «μοναδική λύση» για το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Καβάλας εκείνης της εποχής ήταν η διάνοιξη της οδού Κουντουριώτου! Καλό το παραμύθι, άλλα έχει και… δράκο!

Όπου «δράκος», τα μεγάλα εργολαβικά και συντεχνιακά συμφέροντα που εκκολάφτηκαν μέσα στο έγκλημα της αντιπαροχής, συνέπραξαν ιδανικά στην απαξίωση, την υποβάθμιση και το μαρασμό του εθνικού οδικού δικτύου και συνέβαλαν καθοριστικά στη συρρίκνωση του καθ’ όλα σπουδαίου σιδηρόδρομου (χρειάζεται μήπως να θυμίσω εδώ την αγαστή συνεργασία –και διαπλοκή–  του κράτους με τα ΚΤΕΛ;). Αποτέλεσμα αυτής της (ενσυνείδητης) πολιτικής, ήταν να οδηγηθούμε στις αστικές τερατογενέσεις και τη σταδιακή εξάλειψη της πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής μας ταυτότητας. Αυτά, δηλαδή, που σε άλλα κράτη διαφυλάχτηκαν ως κόρη οφθαλμού και αποτελούν σήμερα την κορωνίδα του τουριστικού και πολιτιστικού τους «προϊόντος».

Αυτά για τον Κωστή Σιμιτσή είναι μία απλή… αναδρομή! Πουθενά ένοχοι, πουθενά καταστροφείς, πουθενά επωφελούμενοι, πουθενά ιδεολογίες! Το πλέον υπονομευτικό και ανιστόρητο; Η ανερυθρίαστη εμπλοκή του αείμνηστου Κώστα Τσολάκη, ως το «άλλοθι του Ευαγγελίου».

Το τραγικό με τον πρώην δήμαρχο είναι ότι στο όνομα των αστικών ανανεώσεων (χωρίς βεβαίως κι εδώ να ορίζει τη μορφή και την ποιότητά τους) αποδέχεται ως «κάτι το φυσικόν» την εξαφάνιση των αρχιτεκτονικών παραδόσεων, «χρεώνοντας» στους «νοσταλγούς» της, στοιχεία… γραφικότητας. Και να στο λέει αυτό ο χορευτής του Λυκείου Ελληνίδων! Για όνομα, δηλαδή…

Το μείζον: ήταν τελικά για τον Κωστή Σιμιτσή πολεοδομικό και ιστορικό έγκλημα αυτό που συνέβη στην πόλη από το ’60 και μετά; Αν ναι, η κουβέντα σταματάει εδώ και πάμε παρακάτω. Με μία προϋπόθεση: να μην αποθέσουμε στο «ντουλάπι της λήθης» τους φορείς (φυσικούς και ιδεολογικούς) αυτού του εγκλήματος και να προχωρήσουμε μπροστά διδασκόμενοι εσαεί από τη μεγάλη συμφορά.

Δυστυχώς –και αυτό ισχύει και για τον επί οκτώ συναπτά έτη δήμαρχο Κωστή Σιμιτσή– καμία κρατική ή αυτοδιοικητική αρχιτεκτονική παρέμβαση από το ’60 και μετά δεν αποδεικνύει τα περί «ζωντάνιας», «καινούριου», «σύγχρονου» και «ανανεωτικού». Εκτός κι αν ως τέτοια θεωρούνται το Διοικητήριο, η Δημοτική Αγορά, η Δημοτική Βιβλιοθήκη, τα διάφορα σχολικά κτίρια, ο τσιμεντένιος όγκος των ΤΕΙ, οι καινούριες συνοικίες… Τότε, πάσο και συγγνώμη για τη… νοσταλγία!

Βλέπετε, μου είναι κομματάκι δύσκολο να «αφομοιώσω» την τόση ομορφιά που μας έλαχε γύρω μας! Ως εκ τούτου, «νεωτεριστή» δε με λες. Πόσο μάλλον… στρογγυλευτή!

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

ΟΔΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΟΥ

Σε αυτήν τη φωτογραφία «περπατάω» ακόμη. Οδός Κουντουριώτου. Αριστερά, «κατεβαίνει» η Γραβιάς. Σ’ αυτήν τη γωνία είχε το πρώτο του εργαστήριο ο πατέρας μου. Εγώ, του Δημοτικού. Τα καλοκαίρια καθόμουν ώρες μπροστά στη μικρή βιτρίνα και χάζευα τον κόσμο, τα άλογα που έσερ- ναν τα κάρα πάνω στους κυβόλιθους, τα λιγοστά αυτοκίνητα… Λίγα χρόνια πριν τη δικτατορία.

 Η οδός Κουντουριώτου, έτσι όπως τη βλέπουμε από τις Καμάρες και τα παλιά Δικαστήρια. Με τα λαϊκά μαγαζιά ένδυσης του κυρίου Τάκη και του Λευτέρη και τις νεοφερμένες μάλτες κρεμασμένες πάνω στα μισάνοιχτα κιοπένκια. Με το εστιατόριο του Μήτσου πιο κάτω και τη γιαγιά μου την Ελένη, λαντσιέρισσα εκεί χειμώνα – καλοκαίρι να συμπληρώνει τα ένσημα του ΙΚΑ. Πελάτες του, ταξιδιώτες από τη Θάσο, καραβομαραγκοί, λιμενεργάτες, φαντάροι… Στα εστιατόρια που τρων τα συνεργεία.

Στην ίδια σειρά, το ζαχαροπλαστείο του Άγγελου. Τι μπουγάτσα, Θεέ μου. Και τι λουκουμάδες. Και μια παριζιάνα να σου τρέχουν τα σάλια. Σε ένα στενάκι, χωμένο το μυθικό μαγαζί του Αθανασίου. Φύλλα κρούστας μαζί με τις αλησμόνητες «κλωστές» για το κανταΐφι των Χριστουγέννων. Απέναντι, το φωτογραφείο του Μανώλη, λίγο πιο πάνω το χασάπικο του Κουτσούκιωστα και κάπου εκεί τα υαλικά του Κακουλίδη…

Σε αυτόν το δρόμο είδα τους ναύτες του 6ου Αμερικανικού Στόλου. Είδα νέγρους για πρώτη φορά και σαν να σιάστικα, αλλά αυτοί, περπατούσαν λες και χόρευαν και μόνο χαμογελούσαν, επιδεικνύοντας τις ολόλευκες οδοντοστοιχίες τους. Εδώ είδα και εκείνη τη γυναίκα που την χαιρετούσαν και την αγαπούσαν όλοι. Ζουμερή, πρόσχαρη, λεβέντισσα, τσαχπίνα. Η Κατινάρα των πάντων. Μια μέρα την είπα «θεία» κι αυτή με πήρε και με κέρασε κοκ.

Στα στενά της πεζοδρόμια ανακατεύονταν οι μυρωδιές των καπνεργατών και των ψαράδων. Οι μυρωδιές της πόλης. Και η φτώχια. Και η περηφάνια. Και οι καημοί. Τα βάσανα και τα μεράκια αντάμα… Και οι χαφιέδες. Πάνω – κάτω…

Ένα πρωί, πέρασε ο δήμαρχος Ευαγγελίου και έφερε μαζί του το κακό μαντάτο. Την γκρεμίζουμε την Κουντουριώτου, είπε, και σάστισαν οι μαγαζάτορες. Κι αν κάτι πήγε να ακουστεί, έσβησε μέσα στο άγριο βλέμμα των ασφαλιτών και των χωροφυλάκων. Προθεσμία τριάντα ημέρες μόνο και μαράζωσαν όλοι. Τελείωσαν όλα.

Σε ένα μήνα έπιασαν δουλειά οι μπουλντόζες, ήρθαν οι φαγάνες, τα φορτηγά, οι εργάτες. Δεν έμεινε τίποτε όρθιο. Η χούντα έμπαινε για τα καλά…

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

ΟΙ "ΔΙΚΟΙ" ΜΟΥ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

Κατά την προχθεσινή του ομιλία στην Κοζάνη, ο Αλέξης Τσίπρας περιέγραψε με απόλυτη σαφήνεια την πολιτική και κοινωνική ανθρωπογεωγραφία μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Αξίζει τον κόπο η αναφορά σε αυτήν την περιγραφή, μιας και μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναμένεται να «κινηθεί» η συγκρότηση των ψηφοδελτίων για τις ερχόμενες εκλογές. Είπε ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης: Θα είναι μια κυβέρνηση που θα έχει στην προμετωπίδα της το διάλογο, την ενότητα, την εντιμότητα, την αποτελεσματικότητα, τη διαφάνεια, τη νομιμότητα, τη δημοκρατία ως το τέλος. Θα είναι μια κυβέρνηση στην οποία θα έχουν θέση πρόσωπα με γνώσεις, ικανότητες, αφοσίωση στο λαό και στην πατρίδα, κι ας μην ανήκουν στο δικό μας πολιτικό χώρο…

Όπως και να το κάνουμε, μία τέτοια αντίληψη –και στο βαθμό που ευοδωθεί– εκτός από πρωτοποριακή και γενναία, δεν παύει να είναι και… ερεθιστική στην προετοιμασία της. Κι επειδή προσωπικά πολύ την «απολαμβάνω» (καθότι βαθύτατα Αριστερή), μου «ανάβει» από τώρα την επιθυμία να συμβάλλω σε αυτήν την προοπτική, με ανοιχτές και δημόσιες προτάσεις. Εναρμονισμένος και με την άλλη «γραμμή» του Προέδρου. Ότι δηλαδή ο ελληνικός λαός θα πάρει τις τύχες του στα χέρια του, όχι μόνο ψηφίζοντας, αλλά συμμετέχοντας ενεργά στη μάχη της αλλαγής

Ως «λαός», λοιπόν, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους νομικούς κανονισμούς που διέπουν τη «φυσιογνωμία» των ψηφοδελτίων (αριθμό υποψηφίων, ποσόστωση φύλων), καθώς και την κομματική πρακτική να εκπροσωπούνται αναλογικά σε αυτά και οι τέσσερεις επαρχίες–δήμοι του Νομού, καταθέτω προς «κοινωνική διαβούλευση» τους «δικούς» μου υποψηφίους.

Περικλής Αμπεριάδης. Εκτός από την επιστημονική του οντότητα, εκτός από το κοινωνικό του κύρος, την εγνωσμένη (αλλά πότε επιδεικνυόμενη) καλλιέργειά του, ο γιατρός απέδειξε στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές ότι… το έχει! Και δε μιλάω μόνο για την «επικοινωνιακή του ορμή», την «πολιτική του φινέτσα» και τη «λόγια φλόγα» του. Μιλάω πιο πολύ για τη σοβαρότητα και το «σφρίγος» που περιέκλειαν οι αυτοδιοικητικές του προτάσεις. 

Δημήτρης Εμμανουηλίδης. «Δοκιμασμένος» έτσι κι αλλιώς. Και επιβραβευμένος με «πρωτιές». Αγαπητός παντού. Σπουδαίος φιλόλογος και Δάσκαλος, ακτινοβολεί σε κάθε του δραστηριότητα. Η πολιτική του διαδρομή κοσμεί ακόμη τους μεγάλους αγώνες των εκπαιδευτικών και τις πρωτοποριακές τους πρωτοβουλίες.  

Ηλίας Ιωαννίδης. Αδελφός και σύντροφος. Κραταιός και στυλοβάτης. Μια ζωή στο «αριστερό κουρμπέτι». Δοσμένος κυριολεκτικά. Με ζηλευτή κομματική εμπειρία και τεράστια πολιτική ωριμότητα. Και βαθύς γνώστης της μεταπολιτευτικής ιστορίας της Αριστεράς. Όλων των «ειδών» και των όλων «αποχρώσεων».

Ειρήνη Κοντογεωργίου. Λαμπρό παράδειγμα αφοσίωσης, αποτελεσματικότητας και ευθύνης. Και μόνο για το βάρος που έχει σηκώσει για την προστασία και την αξιοποίηση του Μεταλλευτικού Συγκροτήματος των Λιμεναρίων, της πρέπει και της αξίζει μία θέση στην καρδιά μας. Πόσο μάλλον σε ένα ψηφοδέλτιο.

Θόδωρος Λυμπερακης. Επειδή λατρεύω όσους ασχολούνται με γνώση, μεράκι και ανιδιοτέλεια με την Ιστορία του τόπου τους, επειδή εκτιμώ τους σεμνούς και τους χαμηλόφωνους, επειδή πιστεύω στην ταπεινότητα και το ήθος του Προσώπου, δεν έχω καμία επιφύλαξη για το ορθόν της προτάσεως. Δαγκωτό…

Ευγενία Παπαναστασιου. Άλλη αγαπημένη. Αλλά δεν αρκεί. Κανένα συναίσθημα δε μπορεί να «καλύψει» την προσωπικότητά της. Ακούραστη, συνεπής, διαβασμένη, κινηματική… Εμπνέει σιγουριά και ασφάλεια. Το «μέτρο» της, απαράμιλλο. Οι τρόποι της, σαν από αύρα αστικού πολιτισμού. Και ευγενής. Με χάρη και με… όνομα!

Τούτων λεχθέντων (και προταθέντων), ένα μόνο μου μένει: καλά Χριστούγεννα και Καλή Φώτιση…

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Έτη ΚΑΛΑ Δέσποτα




Ήταν μεγάλη και ξεχωριστή η τιμή που ο δήμος Καβάλας και η κυρία Τσανάκα ξεχωριστά, εμπιστεύτηκαν στα χέρια μου το δώρο της Δημοτικής Αρχής στον Μητροπολίτη Φιλίππων Νεαπόλεως και Θάσου κύριο Προκόπιο, με αφορμή τα σαράντα χρόνια της Ποιμαντορίας του. Ταυτόχρονα όμως –και για όσο διάστημα ήμουν αφοσιωμένος στη «ζωγραφική τελετουργία»– μου δόθηκε η ευκαιρία να «σκάψω» βαθιά μέσα στη μνήμη και να ανατρέξω σε στιγμές και γεγονότα που όρισαν και σημάδεψαν ένα πολύ μεγάλο μέρος του βίου μου. Προσωπικού και δημόσιου.

Σε αυτό το «εσωτερικό χρονικό», σε αυτήν την «ανασκαφή των αναμνήσεων», το πρόσωπο και η «παρουσία» του κυρίου Προκοπίου διατηρούσαν ακόμη τη γονιμότητα εκείνων των στιγμών. Κάτι από τις μακρινές συγκινήσεις…

Χρέος μου προς τον Μητροπολίτη μας αυτή η αφήγηση. Ανάγκη εξομολόγησης. Και μικρή, ελάχιστη συνεισφορά, στην ιστορική του διαδρομή.

Με τον κύριο Προκόπιο με συνδέει μία «περίεργη» σχέση. Παρ’ ότι τον «αισθάνομαι» κοντά μου, παρ’ ότι οι ελάχιστες συναντήσεις και συνομιλίες μας έχουν πάντα «θερμοκρασίες» ειλικρίνειας και οικειότητας, παρ’ ότι οι πνευματικές μου ανάγκες έλκονταν από το λόγο και τα έργα του, εν τούτοις, το «δεύτερο βήμα» δεν το τόλμησα ποτέ. Κράτησα μόνο μία στιγμή και με αυτήν «πορεύτηκα» μαζί του…

Ήμουν μικρός, στα δεκαεπτά μου, όταν πήγα να τον επισκεφτώ για πρώτη φορά. Κρατούσα στα χέρια μου μία εικόνα του Χριστού, άγουρο δείγμα μιας ολιγόχρονης άσκησης στην αγιογραφία. Θυμάμαι που μου «κόπηκαν» τα πόδια όταν τον χαιρέτησα. Συστολή και δέος, ένα. Μέχρι να σκύψω προς το χέρι του και να το ασπαστώ, η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Κι ύστερα μου είπε να καθίσω… Ήταν νέος. Τριάντα έξι; Τριάντα επτά; Εκεί κάπου.

Η αγωνία μου παρατείνονταν από τις συχνές διακοπές. Το χαρτί που κάλυπτε την εικόνα άρχισε να μουσκεύει από τον ιδρώτα της παλάμης μου. Δύο ιερείς προσπαθούσαν να μεταφέρουν ένα γραφείο. Κοσμικοί στον διάδρομο. Μια τσιγγάνα που ζητούσε ελεημοσύνη… Μου μίλησε για λίγο. Όσο το επέτρεπαν οι ρυθμοί. Ρώτησε τα απαραίτητα. Διακριτικά. Σχεδόν πατρικά.

Όταν ήρθε η ώρα να του δείξω την εικόνα, χτύπησε το τηλέφωνο. Μου έκανε νόημα να βγάλω το χαρτί. Την πήγα κοντά του. Την κοιτούσε χωρίς καμία έκφραση. Μούδιασα. Εξακολουθούσε να μιλάει στο τηλέφωνο και να την παρατηρεί…

Όταν έβαλε το ακουστικό στη θέση του, μου είπε την κουβέντα που έμελε να γίνει ο κατοπινός μου οδηγός. Αυτήν που θα κινητοποιούσε μέσα μου όλες μου τις δυνάμεις. Που θα γεφύρωνε το πείσμα με τη μάθηση. Τον εγωισμό με την επιμονή. Να μη ζωγραφίζεις σαν να τραβάς γραμμές…

Με αυτά του τα λόγια, αυστηρά και αγαπητικά μαζί, επέστρεψα στο εργαστήριο της οδού Ψαρρών. Τα «φόρτωσα» πάνω μου και τα «κουβαλάω» ακόμη. Από τότε. Από τα δεκαεπτά μου μέχρι σήμερα, αποτελούν το πιο σπουδαίο μάθημα. Με αυτά έφτασα ως εδώ. Ξεπερνώντας κάθε μέρα τα «όρια της γραμμής». Και απελευθερώνοντας συνεχώς την ευμορφία της απλότητας.

Άλλον τρόπο από αυτόν δεν έχω για να τον ευχαριστήσω. Και με τη σειρά μου να του ευχηθώ: Έτη ΚΑΛΑ, Δέσποτα!