Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΟΛΟΙ



Διαβάζω αυτές τις μέρες το Ήλιος Με Δόντια του Γιάννη Μακριδάκη. Διαβάζω για πάθη ανθρώπινα που τα παρασέρνει ο άνεμος της Ιστορίας. Τα ρεύματα ενός εφιάλτη που, αιώνες τώρα, πηγαινοέρχεται πάνω από τα σπίτια και τα βουνά μιας αίολης πατρίδας. Πάνω από μαρτυρικές θάλασσες. Εμπόλεμες και φουρτουνιασμένες. Τόπος μικρός σε διάσταση σύμπαντος. Πρόσωπα στη δίνη μιας αιχμάλωτης πίστης. Ενός «μέσα διχασμού».

Διαβάζω και δίπλα μου πλέουν ακυβέρνητα τα πτώματα της Λαμπεντούζας. Βοή που σηκώνεται από τα βάθη μιας προγονικής προσφυγιάς. Κανείς δεν την ακούει. Κανείς δεν προσεύχεται. Στα νησιά ετοιμάζονται για το καλοκαίρι. Ποιο δράμα; Ποιοι θάνατοι και ποιοι λησμονημένοι; Να φύγουν, να ξεκουμπιστούν. Αχός αμνημόνων.

Πίσω στις σελίδες. Οι «παστρικές» του Κάστρου της Χώρας. Τις «ξεφόρτωσε» εδώ ο διωγμός, κι έσπειραν φόβο και οργή στους ντόπιους. Μέσα κι έξω τρόμο. Ξεθύμανε κι ο καπνός της Σμύρνης. Όσο κρατούσε η μυρωδιά του καμένου, όσο τα κύματα ξερνούσαν ακόμη βρέφη και γερόντους, ζεσταίνονταν η ανθρωπιά. Γεννιόνταν δάκρυα. Μιλούσανε οι σιωπές... Λίγο κρατάει όμως η λύπη. Λίγο και η συμπόνια. Μία αιτία μόνο, μία αφορμή, αρκεί για να το θρέψει το θεριό. Κι η φτώχεια από κοντά να σιγοκαίει την φωτιά.

Στροβιλίζονται οι καιροί. Και οι λαοί, πέρα – δώθε. Μία άρχοντες και μία δούλοι. Σκόρπιοι στων Θεών τις τιμωρίες. Αφέντης στο Αϊβαλί, στο Μόλυβο χαμάλης. Στο Μπακού δασκάλα, πλύστρα στη Καλαμαριά. Αντάρτης στο Κομπάνι, πνιγμένος στη Ρόδο. Από πού να το πιάσω το νήμα; Σε πόσους χάρτες να απλωθώ; Ποια χέρια να αγγίξω;

Συννεφάκι η μνήμη και πλάι του ο ήλιος με δόντια. Βαθιά μπηγμένα στο πανωφόρι της άνοιξης. Μια δρασκελιά ο κόσμος. Πότε αυτοί και πότε εμείς. Πανάρχαια ρότα σε νερά ταραγμένα. Η γιαγιά μου αντάμα με την Ισμενί. Θράκη και Χαλέπι ένα. Πάνω στις ρυτίδες της αφουγκράζομαι τα περασμένα. Ένα «γιαζίκ» με κρατάει κοντά της. Με δένει γύρω της. Ένα «γιαζίκ» και ένα «ολόρμου». Και ΄κείνο το βουβό μοιρολόι, φερμένο από τα χώματα της Ραιδεστού.

Μαύρο μου χελιδόνι από την Αραπιά
άσπρο μου περιστέρι από τον τόπο μου.
Εσείς ψηλά πετάτε, για χαμηλώσετε
κι ανοίξτε τα φτερά σας κι τα φτιρούδια σας
Να γράψω ένα γράμμα κι μια ψηλή γραφή
στη μάνα μ' κι στ' αδέρφια μ' και στην αγάπη μου

Στην φωτογραφία, πρόχειρη ἐγκατάσταση προσφύγων σέ παραπήγματα στό λιμάνι τῆς Καβάλας τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1922.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου