Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

ΜΠΟΥΡΔΟΛΟΓΩΝΤΑΣ



Συγχωρέστε μου τη σιγουριά, άλλα το έχω… καταλήξει το θέμα! Τόση «πνευματική μούφα» από αυτήν που εξέθρεψε η κυβερνητική περίοδος του Σημίτη, δύσκολο να ξαναματαδεί αυτός ο τόπος. Και για να μην υπάρχουν παρερμηνείες: δε μιλάω για τις «προοδευτικές συγγραφικές τσιχλόφουσκες» που γέμιζαν τότε τα νεόπλουτα ράφια του χρηματιστηριακού μας βίου. Ούτε γι’ αυτές που έσκαγαν αμάσητες στα χιονοδρομικά κέντρα και τις Μυκονιάτικες πισίνες για να «πλανέψουν» τη λίμπιντο και τον ναρκισσισμό μας. Όχι, για τους άλλους μιλάω, τους και καλά διανοούμενος που μας προέκυψαν από το πουθενά, κουβαλώντας πάνω τους κιλά έπαρσης και ξερολιάς. Και ένα στυλάκι… ουάου, προσαρμοσμένο ιδανικά στη «νεοελαφράδα της σκέψης».

Κορυφαίος όλων αυτών, ο κύριος Τάκης Θεοδωρόπουλος, τα πονήματα του οποίου, συχνά-πυκνά, αντανακλούν όλη τη δηθενιά και το υπερφίαλο εκείνης της περιόδου. Όλη την ακαδημαϊκή ρηχότητα που έβρισκε καταφύγιο στις σελίδες του συγκροτήματος Λαμπράκη, γαλουχώντας στην μπούρδα και τη σάχλα τους επερχόμενους χίπστερς. Τη «μορφωτική χλαπάτσα» της καθ’ ημάς φενάκης.

«Τακτικός» και από ‘δω ο κύριος Θεοδωρόπουλος, αφού οι «εκτοξευμένες» απόψεις του δίνουν συνεχώς αφορμές για… περιποιήσεις! Ειδικά όταν αυτές συνοδεύονται κι από «σπαρταριστές» ανακρίβειες.

Τις πιο «φρέσκες» έτυχε να τις διαβάσω προχθές στο περί καθαρεύουσας κείμενό του, ο τίτλος του οποίου (Κι αν επιστρέφαμε στην καθαρεύουσα;), ουδόλως λειτουργεί ως πρόταση γλωσσικής αλλαγής. Άλλωστε, το λέει και ο ίδιος: Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα παιδί μου, κι εγώ, εδώ που τα λέμε, είπα να κάνω λίγη πλάκα…

Βέβαια, για να «κάνεις πλάκα», απαιτούνται προσόντα ισάξια με αυτά των «σοβαρών». Πόσο μάλλον όταν στην «πλάκα» σου εμπλέκεις και ιστορίες με τη γλώσσα. Ιστορίες που μπορούν να σε εκθέσουν ανά πάσα στιγμή. Ειδικά όταν το «βάρος» των γνώσεών σου, διολισθαίνει σε φιγουρατζίδικες μπούρδες.              

Επιλέγω δύο από αυτές.

Με την «ακροβατική» υπόθεση επαναφοράς της καθαρεύουσας στη διδασκαλία, ο κύριος Θεοδωρόπουλος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά θα μάθαιναν στο σχολείο κάτι παραπάνω απ’ αυτό που ήδη ξέρουν… Πρώτη και αβίαστη ερμηνεία του ήδη ξέρουν; Εκτός από πλήρη άγνοια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ο αρθρογράφος-στοχαστής, εμμέσως πλην σαφώς, θεωρεί άσκοπη τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας. Άντε στην καλύτερη, αυτή να περιοριστεί στην εκμάθηση της γραφής και της ανάγνωσης!

Οι πιο «πονηροί» (ή και… συνομωσιολόγοι) θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι ο κύριος Θεοδωρόπουλος «ρίχνει άδεια για να πιάσει γεμάτα» ή (προς το… αθλητικότερον) γίνεται ο «λαγός» μιας επερχόμενης αλλαγής στη διδασκαλία της ελληνικής (μητρικής) γλώσσας! Για να είμαι ειλικρινής –και με τα τόσα που έχουν δει τα ματάκια μου– τίποτε δε μπορώ να αποκλείσω πλέον. Ωστόσο, αν υπάρχει κάτι που αφορά στα τωρινά και τα χειροπιαστά, αυτό είναι η ευκολία με την οποία ένας (λέμε τώρα) διανοούμενος καταπιάνεται με τόσο «ευαίσθητα» και «λεπτά» θέματα. Είναι αυτή η «αβάσταχτη ελαφρότητα» με την οποία κάποιος προσέρχεται στον στίβο του «πνευματικού διακονήματος». Και επ’ αυτής της πραγματικότητας, ο κύριος Θεοδωρόπουλος ήταν και είναι διαρκώς εκτεθειμένος. Αμετανόητα εκτεθειμένος!

Στη συνέχεια, αδιάβαστος, ανενημέρωτος (μα και απερίσκεπτος), καταφεύγει σε αυθαίρετους συλλογισμούς για να «στηρίξει» τον περί καθαρεύουσας λόγο του. Αφού, λοιπόν, απαριθμεί μία σειρά συγγραφέων που έγραψαν στην καθαρεύουσα (συμπληρώνω: λογοτεχνικά αριστουργήματα), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτοί οι συγγραφείς είναι αποκλεισμένοι από την εκπαίδευση… Και για να το «κάνει» ακόμη πιο… δραματικό, «πετάει» και το απίθανο: αν επιστρέφαμε στην καθαρεύουσα, οι μαθητές θα διάβαζαν το υπέροχο «Το αμάρτημα της μητρός μου» στο πρωτότυπο και όχι από «μετάφραση» στη δημοτική…

Άσχετος εντελώς ο κύριος ή απλά ένας κοινός ψεύτης; Διότι, συγγραφείς όπως ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Ροΐδης, ο Κάλβος και τόσοι άλλοι, διδάσκονται συνεχώς και αδιαλείπτως στα ελληνικά σχολεία και μάλιστα στο πρωτότυπο. Να θυμίσω δε στον κύριο Θεοδωρόπουλο ότι η πρώτη –και ευτυχώς μοναδική– πρόταση «μετάφρασης» των συγκεκριμένων συγγραφέων, προήλθε από το δικό του σινάφι. Από τη δικιά του «ιδεολογική συντεχνία».

Για ευνόητους λόγους, τον επίλογο αυτού του κειμένου τον παραχωρώ στη σχολική σύμβουλο Βασιλική Σακκά. Φρονώ ότι είναι και το ιδανικό «κλείσιμο» των όσων προηγήθηκαν. Με μόνη επισήμανση-προτροπή, να προσεχθεί ιδιαίτερα η τελευταία της παράγραφος. 

Είναι φανερό ότι ο κ. Θεοδωρόπουλος δεν έχει ιδέα (μα καμία απολύτως) για το τι και πώς διδάσκεται στο ελληνικό σχολείο εδώ και 30 χρόνια. Η καθαρεύουσα είναι παρούσα και όλοι οι συγγραφείς τους οποίους αναφέρει διδάσκονται ανελλιπώς. Η σχέση εκπαίδευσης και λογοτεχνίας είναι θέμα σύνθετο: προτείνω να το αφήσει στους ειδικούς, δηλ. στα πανεπιστημιακά τμήματα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας τα οποία διεξάγουν και σχετικές έρευνες για τη διδακτική του αντικειμένου. Με βάση αυτές - και τη διεθνή εμπειρία και έρευνα - προτείνονται Προγράμματα Σπουδών όπως το εξαιρετικό του 2010 -11 για το Λύκειο το οποίο διέλυσε η αλήστου μνήμης Τράπεζα Θεμάτων. Μια υποδειγματική δουλειά της ομάδας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που αγκαλιάστηκε από εκπαιδευτικούς και μαθητές, εισήγαγε και αξιοποίησε πολυτροπικά κείμενα και προσεγγίσεις, με στόχο τον κριτικό, οπτικό και μιντιακό γραμματισμό, την ομαδοσυνεργατική διδασκαλία και μάθηση και προώθησε τη φιλαναγνωσία. Κατά τα άλλα οι οιμωγές και η καταστροφολογία δεν ωφελούν κανένα. Ούτε βέβαια και η αφαίρεση μιας ώρας Λογοτενίας από τη Γ΄Λυκείου στο πλαίσιο της λογικής: έχω έλλειψη φιλολόγων - μου περισσεύουν κοινωνικοί επιστήμονες - βγάζω μια ώρα Λογοτεχνίας και βάζω μια ώρα Ιστορίας Κοινωνικών Επιστημών. Θλίψη γενικώς!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου