Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΕΝΤΟΣ...

Πίσω, στις αλήστου μνήμης ημέρες (ή νύχτες;) του λαϊκισμού της Αυριανής με γύρισε όλος αυτός ο αχός που ξέσπασε μετά από τα όσα είπε ο Σταμάτης Κραουνάκης στην εκπομπή της Κατερίνας Καραβάτου. Και θα σας το εξομολογηθώ: πρώτη φορά ένιωσα να φοβάμαι τόσο πολύ από τον νεοελληνικό όχλο. Και πρώτη φορά σφίχτηκε τόσο η ψυχή μου διαβάζοντας τα κατά ριπάς αίσχη των απανταχού αγράμματων φασιστοειδών που κατοικοεδρεύουν στις σπηλιές και τα καταγώγια του διαδικτύου.

Ζούμε στον κλοιό των κανιβάλων. Περικυκλωμένοι από τη μετριότητα, από τη φτήνια, από το φανατισμό, από την ημιμάθεια… από εκείνο το ακαταμάχητο: «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε…». Από την αισθητική και τη κουλτούρα του καβαλημένου μικροαστού. Ζούμε σε μια χώρα με στραπατσαρισμένη Παιδεία και με διαλυμένο κοινωνικό ήθος. Σε μία πατρίδα με πολτοποιημένους πολίτες και άναρθρους ψηφοφόρους.

Δεν έχει σχέση αν συμφωνώ ή όχι με αυτά που είπε ο Κραουνάκης. Άλλωστε, υπάρχουν πιο ειδικοί από έμενα για να αποδείξουν το (ιστορικά) «σωστό» ή «λάθος» της άποψής του. Ούτε και υπολογίζω το γεγονός ότι καταβλήθηκε «φιλότιμη προσπάθεια» (από πού άραγε;) για να «παρανοηθούν» τα όσα είπε στην επίμαχη εκπομπή (που, ειρήσθω εν παρόδω, έχει εξαφανιστεί από το YouTube) και να «θαφτεί» το ουσιώδες: ήγουν, που ένας καλλιτέχνης «πρώτης γραμμής» υπερασπίστηκε δημόσια έναν απεργό πείνας. Έναν ΑΝΑΡΧΙΚΟ απεργό πείνας!

Αυτό που με «καίει» και με «σκοτώνει» είναι η καθ’ ημάς ανθρωποφαγία. Η κτηνωδία του «μέσου όρου». Αυτός ο εσμός που γαλουχήθηκε στα κομματικά παραπήγματα των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων και δραστηριοποιήθηκε ιδεολογικά μέσα στη γλεντζέδικη κραιπάλη της νυχτόβιας σήψης. Είναι οι απόγονοι εκείνων που χαχάνιζαν μπροστά στο πρωτοσέλιδο της πασοκικής φυλλάδας (Παρακαλείται ο κ. Μάνος Χατζιδάκις να περάσει από την Αυριανή να παραλάβει ένα καλάθι… σύκα που του αρέσουν πολύ), που εύρισκαν χαριτωμένες τις ατάκες των Κουρήδων (Σκοτώστε τον με… λουκουμόσκονη), που «φτιάχνονταν» με τις χυδαιότητες που εκσπερμάτιζε ο ιδεολογικός τους οχετός για τον Τσαρούχη, τον Ταχτσή, τον Ιόλα…

Αυτή η τσογλανοπαρέα είναι που κάνει σήμερα «ντου» στον Κραουνάκη. Χρησιμοποιώντας τον ίδιο γλωσσικό ζόφο, τα ίδια σεξιστικά «νοήματα», την ίδια κτηνωδία. Κι αν κάτι κάνει πιο τραγική την κατάσταση, είναι η «βροντώδης σιωπή» της… κεντροαριστερής διανόησης. Η οποία, ναι μεν δεν… εξετράπη σε χυδαιολογήματα, αλλά τα «καρφιά» της για μία (ανύπαρκτη κατά τ’ άλλα) ΜΚΟ τα έριξε.

Τι άλλο ακόμη μας ξημερώνει; Και πόσο ακόμη να κρατάει αυτό το «ταξίδι» προς τον συλλογικό μας πάτο;
 

2 σχόλια:

  1. "Δεν έχει σχέση αν συμφωνώ ή όχι με αυτά που είπε ο Κραουνάκης. Άλλωστε, υπάρχουν πιο ειδικοί από έμενα για να αποδείξουν το (ιστορικά) «σωστό» ή «λάθος» της άποψής του. " .......ΑΣ ΜΑΣ ΠΟΥΝ ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΛΟΙΠΟΝ ΕΑΝ ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ Ο ΚΡΑΟΥΝΑΚΗΣ !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εδώ η άποψη του φιλόλογου και ιστορικού Κυριάκου Λυκουρίνου:

    Στο νότιο μέρος της Μακεδονίας ο χριστιανικός πληθυσμός ήταν πάντα ελληνόγλωσσος. Ωστόσο αδιαμφισβήτητο είναι ότι τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα στη μεσαία μακεδονική ζώνη οι χριστιανικοί πληθυσμοί ήταν σε μεγάλο ποσοστό σλαβόφωνοι (η γλωσσική και ιστορική επιστημονική έρευνα αποδίδει την ύπαρξη σλαβικών γλωσσικών ιδιωμάτων στην επιμειξία και την επικοινωνία που είχαν για αιώνες οι γηγενείς πληθυσμοί με σλαβικά φύλλα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η επικράτηση του απλούστερου και πλέον κατανοητού σλαβικού ιδιώματος). Για παράδειγμα, στην περιοχή Δράμας ελληνόγλωσσες ήταν μόνο οι κοινότητες του Δοξάτου, της Χωριστής και της Αδριανής, ενώ βορείως της πόλης υπήρχαν συμπαγείς βουλγαρόφωνοι πληθυσμοί. Γεγονός είναι επίσης ότι οι πληθυσμοί αυτοί δεν είχαν (τότε) αποκρυσταλλωμένη εθνική συνείδηση. Αυτή άλλωστε ήταν και η ουσία του περίφημου Μακεδονικού Ζητήματος: Η διαπάλη των αντιμαχόμενων εθνικισμών (κυρίως Ελλήνων - Βουλγάρων) να διαμορφώσουν εθνικό φρόνημα στους ρευστούς διαφιλονικούμενους πληθυσμούς. Τα πράγματα βέβαια ξεκαθάρισαν με τις συνθήκες ειρήνης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τις ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας – Βουλγαρίας, που ακολούθησαν. Λύθηκαν οριστικά μετά το 1944 με τις εθελούσιες μετακινήσεις σλαβόφωνων προς τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία (βέβαια οι συνεργάτες των κατακτητών ήταν λίγοι, όμως και για τους αθώους υπήρχε ο φόβος των αντεκδικήσεων και η δαμόκλειος σπάθη των Δικαστηρίων Δωσιλόγων... επί δικαίων και αδίκων). Τα θέματα αυτά δεν είναι βέβαια ταμπού, όμως κατά τη γνώμη μου πρέπει να περιορίζονται στο επίπεδο της ιστορικής (και μόνο) αντιδικίας. Είναι βλακώδες να ανασύρονται από το χρονοντούλαπο μόνο και μόνο για να χρησιμοποιηθούν ως μέσο πρόκλησης...

    Και εδώ, μερικά στοιχεία από το Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα:

    Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, τις παραμονές της Απελευθέρωσης ο πληθυσμός της Μακεδονίας προσέγγιζε το 1.205.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι Ελληνόφωνοι ανέρχονταν μόλις σε 370.000 (ποσοστό 31%), οι Σλαβόφωνοι σε 260.000 (Πατριαρχικοί και Εξαρχικοί) (21,5%), οι Μουσουλμάνοι σε 475.000 άτομα (39,5%), ενώ οι Εβραίοι και οι λοιποί σε 98.000 (ποσοστό 8%). Ο εθνολογικός κατακερματισμός καθώς και η πανθομολογούμενη αριθμητική υστέρηση των Ελληνοφώνων κατοίκων της Μακεδονίας, σε συνάρτηση με το διαρκές κλίμα πολεμικής αβεβαιότητας, αποτελούσαν αναμφίβολα σημαντικούς πονοκεφάλους για την ελληνική διοίκηση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή