Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Έτη ΚΑΛΑ Δέσποτα




Ήταν μεγάλη και ξεχωριστή η τιμή που ο δήμος Καβάλας και η κυρία Τσανάκα ξεχωριστά, εμπιστεύτηκαν στα χέρια μου το δώρο της Δημοτικής Αρχής στον Μητροπολίτη Φιλίππων Νεαπόλεως και Θάσου κύριο Προκόπιο, με αφορμή τα σαράντα χρόνια της Ποιμαντορίας του. Ταυτόχρονα όμως –και για όσο διάστημα ήμουν αφοσιωμένος στη «ζωγραφική τελετουργία»– μου δόθηκε η ευκαιρία να «σκάψω» βαθιά μέσα στη μνήμη και να ανατρέξω σε στιγμές και γεγονότα που όρισαν και σημάδεψαν ένα πολύ μεγάλο μέρος του βίου μου. Προσωπικού και δημόσιου.

Σε αυτό το «εσωτερικό χρονικό», σε αυτήν την «ανασκαφή των αναμνήσεων», το πρόσωπο και η «παρουσία» του κυρίου Προκοπίου διατηρούσαν ακόμη τη γονιμότητα εκείνων των στιγμών. Κάτι από τις μακρινές συγκινήσεις…

Χρέος μου προς τον Μητροπολίτη μας αυτή η αφήγηση. Ανάγκη εξομολόγησης. Και μικρή, ελάχιστη συνεισφορά, στην ιστορική του διαδρομή.

Με τον κύριο Προκόπιο με συνδέει μία «περίεργη» σχέση. Παρ’ ότι τον «αισθάνομαι» κοντά μου, παρ’ ότι οι ελάχιστες συναντήσεις και συνομιλίες μας έχουν πάντα «θερμοκρασίες» ειλικρίνειας και οικειότητας, παρ’ ότι οι πνευματικές μου ανάγκες έλκονταν από το λόγο και τα έργα του, εν τούτοις, το «δεύτερο βήμα» δεν το τόλμησα ποτέ. Κράτησα μόνο μία στιγμή και με αυτήν «πορεύτηκα» μαζί του…

Ήμουν μικρός, στα δεκαεπτά μου, όταν πήγα να τον επισκεφτώ για πρώτη φορά. Κρατούσα στα χέρια μου μία εικόνα του Χριστού, άγουρο δείγμα μιας ολιγόχρονης άσκησης στην αγιογραφία. Θυμάμαι που μου «κόπηκαν» τα πόδια όταν τον χαιρέτησα. Συστολή και δέος, ένα. Μέχρι να σκύψω προς το χέρι του και να το ασπαστώ, η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Κι ύστερα μου είπε να καθίσω… Ήταν νέος. Τριάντα έξι; Τριάντα επτά; Εκεί κάπου.

Η αγωνία μου παρατείνονταν από τις συχνές διακοπές. Το χαρτί που κάλυπτε την εικόνα άρχισε να μουσκεύει από τον ιδρώτα της παλάμης μου. Δύο ιερείς προσπαθούσαν να μεταφέρουν ένα γραφείο. Κοσμικοί στον διάδρομο. Μια τσιγγάνα που ζητούσε ελεημοσύνη… Μου μίλησε για λίγο. Όσο το επέτρεπαν οι ρυθμοί. Ρώτησε τα απαραίτητα. Διακριτικά. Σχεδόν πατρικά.

Όταν ήρθε η ώρα να του δείξω την εικόνα, χτύπησε το τηλέφωνο. Μου έκανε νόημα να βγάλω το χαρτί. Την πήγα κοντά του. Την κοιτούσε χωρίς καμία έκφραση. Μούδιασα. Εξακολουθούσε να μιλάει στο τηλέφωνο και να την παρατηρεί…

Όταν έβαλε το ακουστικό στη θέση του, μου είπε την κουβέντα που έμελε να γίνει ο κατοπινός μου οδηγός. Αυτήν που θα κινητοποιούσε μέσα μου όλες μου τις δυνάμεις. Που θα γεφύρωνε το πείσμα με τη μάθηση. Τον εγωισμό με την επιμονή. Να μη ζωγραφίζεις σαν να τραβάς γραμμές…

Με αυτά του τα λόγια, αυστηρά και αγαπητικά μαζί, επέστρεψα στο εργαστήριο της οδού Ψαρρών. Τα «φόρτωσα» πάνω μου και τα «κουβαλάω» ακόμη. Από τότε. Από τα δεκαεπτά μου μέχρι σήμερα, αποτελούν το πιο σπουδαίο μάθημα. Με αυτά έφτασα ως εδώ. Ξεπερνώντας κάθε μέρα τα «όρια της γραμμής». Και απελευθερώνοντας συνεχώς την ευμορφία της απλότητας.

Άλλον τρόπο από αυτόν δεν έχω για να τον ευχαριστήσω. Και με τη σειρά μου να του ευχηθώ: Έτη ΚΑΛΑ, Δέσποτα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου