Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΕΧΑΓΚΕΛ



Τον Ότο Ρεχάγκελ δεν τον συμπάθησα ποτέ. Όχι τόσο γιατί προσποιούταν τον αγέραστο, σκουραίνοντας επιμελώς (και με ακριβές  βαφές) τα πυκνά του μαλλιά. Όχι. Μπορεί ένας βαμμένος γέρος να δίνει πάντα σοβαρές αφορμές αποστροφής και αντιπάθειας, εν τούτοις το πρόβλημά μου με τον Ρεχάγκελ δεν ήταν… αισθητικό.  Άλλο ήταν, και μάλιστα πολύ πιο… εγκεφαλικό. Ήταν εκείνος ο επιδεικτικά τονισμένος κομφορμισμός του, ο σπάταλος εγωκεντρισμός του και η άτεχνα καλυμμένη αλαζονεία του. Αυτά όλα, συν την ιδιόμορφη χωριατιά του (γερμανική μεν, χωριατιά δε), μου ήταν αρκετά για να μου «δέσουν το γλυκό» και να με θέσουν… απέναντι.

Αν με «κέρδισε» εκ του αποτελέσματος; Με το χέρι στη καρδιά, όχι.  Παρακάμπτοντας  τα όσα… ψυχαναλυτικά, τολμώ να πω ότι ελάχιστα με άγγιξαν οι επιτυχίες του. Πέρα ότι αποφεύγω γενικά τις «εθνικές συγκινήσεις» (είδατε τι πάθαμε με τόσες και τόσες… ολυμπιακές νίκες), έχω και «θέμα» με τις αναπάντεχες κορυφώσεις. Με… ρίχνουν απότομα. Ειδικά όταν αυτές προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά… ανωτερότητας.

Με τον Ρεχάγκελ φτάσαμε στην απόλυτη ποδοσφαιρική κορύφωση. Άσχετα αν αξίζαμε ή όχι (κατά την ταπεινή μου γνώμη, ουδόλως), η επιτυχία «χρεώνεται» σε αυτόν. Και είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία του ποδοσφαίρου, που ένας προπονητής αποκομίζει πιο πολλά «κέρδη» από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του αθλήματος. Δείγμα κι αυτό τις εκτίμησης που απολάμβαναν μέχρι εκείνη τη στιγμή οι ποδοσφαιριστές της Εθνικής.

Εκείνη η συλλογική εκτίναξη, ήταν φυσικό να «σκεπάσει» εντελώς το κακό θέαμα που παρουσίαζε μέσα στο γήπεδο η ομάδα του. Μίζερο, αντιπαραγωγικό, παθητικό, άχρωμο, βαρετό και αδιάφορο. Και το ρωτούσα πάντα: αν δεν ήμουν έλληνας (στη καταγωγή ντε), θα παρακολουθούσα ποτέ το ποδόσφαιρο που δίδασκε ο Ρεχάγκελ; Η απάντηση ήταν μία και αυτονόητη: με τίποτε! Τι κι αν η «δικαιολογία» ήταν εξ αρχής καλά προετοιμασμένη από το ίδιο: Κανένας δεν πρέπει να ξεχνά ότι ο προπονητής υιοθετεί τις τακτικές που είναι εφαρμόσιμες στα χαρακτηριστικά των διαθέσιμων παικτών. Λάθος δε το λες, αλλά…

Βέβαια, όταν ένας προπονητής  έχει περάσει από τον σωματειακό «αφρό» του γερμανικού ποδοσφαίρου (και μάλιστα επί εποχής του η  Βέρντερ Βρέμης έπαιζε εξαιρετικό ποδόσφαιρο), δεν μπορεί κανείς  να τον μέμφεται και να το υποτιμά ένεκα του… ασυμπάθηστου. Δεν έχει δικαίωμα. Το «λένε» άλλωστε και το «φωνάζουν», τα τρία γερμανικά πρωταθλήματα (το ένα με την «τρελή» πορεία της Καϊζερσλάουτερν) τα δύο κύπελλα Γερμανίας και το ένα κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης.

Να τα δεχθώ όλα αυτά, αλλά μέχρις εκεί. Ο «Ρεχάγκελ της Ελλάδος» ήταν ένας υπερτιμημένος προπονητής, που εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο τις συγκυρίες (σας λέει κάτι ο γεωπολιτικός τεμαχισμός μετά την πτώση του «υπαρκτού»;), την διαολεμένη του τύχη και την… ελληνική δίψα που ξεχείλιζε ορμητική και ανεξέλεγκτη από τις… πιστωτικές μας μπαλοθιές. Και φυσικά τις επικοινωνιακές του ικανότητες. Εν πολλοίς και κλοουνίστικες, αλλά τόσο απαραίτητες και εκτυφλωτικές σε εκείνο το πατριωτικό – κρατικό μας τσίρκο.

Τώρα όμως η Ελλάδα δεν είναι τσίρκο. Είναι μία παρηκμασμένη χώρα. Χρεωμένη, αδύναμη, διχασμένη, φτωχή, σκοτεινή. Και άκεφη. Πολύ άκεφη. Προς τι λοιπόν ο «πρέσβης – κλόουν»; Προς τι τα σαλιαρίσματα «καλών θελήσεων»; Τα ξεκουτιάσματα με την μπάλα; Οι σαχλαμάρες με την πολιτική; Το θέαμα έλαβε τέλος! Και κανείς δεν «μασάει» πια από «συγκινήσεις». Όσα παιδάκια με καρκίνο να μαζέψει τριγύρω του η τρισάθλια Βαρδινογιάννη, όσο και να «σπρώχνουν» οι Μπόμπολες και οι Ψυχάρηδες, όσους εναγκαλισμούς και να σκαρφιστεί ο Σγουρός της ντόπας και οι αμόρφωτοι της ΕΠΟ.

Είναι οριστικό. Ο Ρεχάγκελ φεύγει ηττημένος από μια χώρα που τον λάτρεψε και τον αποθέωσε, καταφέρνοντας το ακατόρθωτο: να ηττηθεί στις ίδιες μας τις καρδιές. Αυτοακυρωμένος και αυτοεξευτελισμένος ομού. Καλό ταξίδι Ότο… Οι Έλληνες σε αποχαιρετούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου