Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Η ΑΛΛΗ ΝΗΣΟΣ



Και ‘κει που λες, δεν έχει πια καμία σωτηρία αυτός ο τόπος, εκεί που νιώθεις να ασφυκτιάς καθημερινά από τη μετριότητα και την παρακμή, εκεί που βλέπεις να σε περικυκλώνουν κάτι απίθανοι φολκλορισμοί και να σε σμπαραλιάζουν τα εκπολιτιστικά αναψυκτήρια τού καλοκαιριού, εκεί που σε πλακώνει η νεοελληνική ασχήμια και χοντροκοπιά… Εκεί πάνω στη μαύρη σου απελπισία, έρχονται κάτι άνθρωποι και σου ξαναφωτίζουν τη ζωή. Σου δίνουν κουράγιο να συνεχίσεις, να προσπαθήσεις από την αρχή, να εμπιστευτείς το μέλλον. Να ξαναχτίσεις τις νέες ελπίδες. Την καινούρια πίστη. Το αλλιώτικο αύριο.

Τύχη αγαθή το έφερε και τον τελευταίο καιρό όλο και πυκνώνουν οι ευχάριστες εκπλήξεις γύρω μου. Όλο και πιο συχνά, κάτι ξαφνικές συναναστροφές και κάτι απροσδόκητες συναθροίσεις μπολιάζουν καινούριες φιλίες, καινούριες συνήθειες, καινούρια ενδιαφέροντα, καινούριους κόσμους. Έναν «μύθο» χειροπιαστό και ζωογόνο. Αστραφτερό και ολόδροσο. Γεμάτο από φρεσκάδα και λάμψη. Δίπλα μου ήταν, αλλά θαρρείς τον σκέπαζε η ομοιομορφία της μάζας, η καπατσοσύνη των ατάλαντων, τα τελετουργικά τής μιζέριας. Μα αυτοί ήταν «εδώ». Κατοικούσαν στους «μικρούς τους κύκλους», στις «δικές τους πατρίδες», στα δικά τους «φωτεινά μονοπάτια». Κοινό τους γνώρισμα; Η ομορφιά, το ταλέντο, η σεμνότητα, η ευγένεια, τα νιάτα τους…

Αχ, αυτά τα νιάτα! Κάθεσαι για λίγο μαζί τους κι αμέσως η ψυχή σου αρχίζει να φτεροκοπά. Στα μάτια τους αντιφεγγίζει η ματαιωμένη σου λαχτάρα. Όσα άφησες στη μέση. Μία μουσική, ένα γράμμα, εκείνο το χρώμα που στέγνωσε επάνω στους βοστρύχους… Φεγγοβολούν όλα από την αρχή. Θέλεις και πάλι να καταπιαστείς. Αλλιώτικα. Ταπεινά. Σαν που ταιριάζει στα χρόνια που σ’ έφεραν μέχρι εδώ. Κι έναν τρόπο να βρεις να τα δώσεις χώρο. Μια στάλα ουρανό. Αθόρυβα, ήσυχα, διακριτικά…

Στα αδρομολόγητα τώρα και έξω από τις συνήθειες. Να «κατεβάσω στροφές». Να χαμηλώσω. Να βάλω σε τάξη τούς εγωισμούς και τα παραπανίσια. Να ασκηθώ στη σιωπή και να τ’ ακούσω. Να τα αφουγκραστώ. Και μιλάνε τόσο ωραία, παναθεμά τα. Τόσο καθαρά. Τόσο γήινα. Οι λέξεις τους, μετρημένες, ατόφιες, απροσποίητες. Άλλοτε σίγουρες, άλλοτε αβέβαιες κι άλλοτε σαν ένας χορός που ξεπηδάει από τα αναστενάρια των σωθικών τους. Λατρεία σκέτη…

Ναι. Νιώθω τυχερός που συναντήθηκα ξανά με τη Θωμαή και τον Στέφανο στην Ασημαυγή τους. Έναν χώρο στολίδι μέσα στην τουριστική αταξία του Λιμένα. Εκεί όπου γνώρισα τη ζωγραφική της Δήμητρας Σδράλη. Τα εκθαμβωτικά της χρώματα να λαμπιρίζουν επάνω στις λαμαρίνες των παλιών αυτοκινήτων, σα να προσπαθούν να ζεστάνουν τις παλιές τους μηχανές και να τα σπρώξουν σε καινούρια ταξίδια. Εκεί βρήκα και τη Χριστιάνα Παπαμάλη να μου συστήνει το πιο «ζωηρό» μαύρο μέσα από την «ραψωδία της μοναξιάς». Έργα σαν από λεπίδι κοφτερό. Σαν ένα χέρι που σε σφίγγει και σου λέει: πονάω ρε, κάνε κάτι

Το κείμενο αυτό το αφήνω ανοιχτό. Τελειώνω σε λίγο το τελευταίο βιβλίο τού Κωνσταντίνου Θεοφανέλη, παρακολουθώ από κοντά τις διαδρομές και τις αποτυπώσεις των μελών του Φωτογραφικού Ομίλου Θάσου, οπότε… εδώ είμαστε!

Στη φωτογραφία, πίνακας της Χριστιάνας Παπαμάλη.

2 σχόλια: