Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΣΩΤΗ



Η όντως ανησυχητική (άμα τι και εφιαλτική) άνοδος της Χρυσής Αυγής στις Ευρωεκλογές, σε συνδυασμό με την ακροδεξιά έκρηξη σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, επανέφερε στο «διαδικτυακό προσκήνιο» τρία κείμενα που είχαν δημοσιευτεί πριν από ένα χρόνο στην εφημερίδα Ημερησία.

Τότε, κάτω από τον γενικό τίτλο Τι τους βρήκες;, τρεις άνθρωποι του «πνευματικού κόσμου» απευθύνθηκαν δημόσια στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής και, μέσω των «ανοιχτών τους επιστολών», περιέγραφαν το ναζιστικό προφίλ της οργάνωσης, προτρέποντάς τους ταυτόχρονα σε «σκέψεις και προβληματισμούς» ως προς τις πολιτικές τους επιλογές. Το πόσο πολύ τους έπεισαν, το δείχνει με τον πιο σαφή, ωμό και κατηγορηματικό τρόπο το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών.

Για να είμαι ειλικρινής, ελάχιστα εμπιστεύομαι τη «δυναμική» και την αποτελεσματικότητα που έχουν αυτού του είδους οι «επαφές» της «ελληνικής διανόησης» με τη «λαϊκή βάση». Κατά κανόνα, πρόκειται για παρεμβάσεις «διαδικαστικού χαρακτήρα» που απλά συντηρούν και δικαιολογούν τους «ακαδημαϊκούς τίτλους» και διαιωνίζουν τη φενάκη του «πανεπιστημιακού δασκάλου». Ενίοτε και αυτήν του (τάχαμου–δήθεν) επαΐοντα.

Φως φανάρι τα κείμενα των δύο καθηγητών Πανεπιστημίου (και συγκεκριμένα του Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρη Δημητράκου και του Αναπληρωτή Καθηγητή Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αριστείδη Χατζή) τα οποία αρθρώνουν έναν τόσο άνευρο, ρηχό και «επί γονάτων» λόγο για το φαινόμενο του νεοναζισμού, που λες και πρόκειται για «ιδεολόγημα τσέπης». Για μια «ερασιτεχνική σπουδή» φροντιστηριακού επιπέδου.

Διόλου τυχαίο βέβαια το… επίπεδον, αν αναλογισθούμε ότι ο μεν πρώτος «φημίζεται» για την ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη αρθρογραφία του στο Βήμα (με κορυφαίο όλων το πόνημα: Νόμος είναι το δίκιο της κομμώτριας), ο δε δεύτερος για τις «χαριτωμένες ιστοριούλες» του στα Νέα, όπου –σαν από θαύμα, λες– όλες συνιστούν το σύνηθες: μακριά από τον ΣΥΡΙΖΑ! Είναι προφανές, λοιπόν, ότι τα συγκεκριμένα κείμενα μπορεί να είχαν ως αρχικό «στόχο» την αποκαθήλωση της Χρυσής Αυγής, αλλά ο θεωρητικός τους πυρήνας βρισκόταν σε συνεχή αλληλουχία με τη θεωρία των δύο άκρων.

Αυτό όμως που «έσπαγε» τα πάντα (από νεύρα μέχρι και… ‘γω μην πω τι), ήταν το «γράμμα» της Σώτης Τριανταφύλλου που, καθ’ ότι βιωματικό και… λογοτεχνίζων, προσδοκούσε μία ιδιαίτερη «συναισθηματική διείσδυση» στα… πεπλανημένα πλήθη. Επειδή όμως η Σώτη είναι και ολίγον απρόβλεπτη (κατά το κοινώς λεγόμενον: τραβάτε με κι ας κλαίω), το «πήρε αλλιώς» από τους «πνευματικούς συναδέλφους» και είπε να ξεκινήσει από το πρώτο «μεγάλο κακό». Παρακολουθήστε την:

Σε παρακαλώ να διαβάσεις αυτό το σύντομο γράμμα. Ύστερα, αν θέλεις, μπορείς να το σκίσεις, να το κάψεις ή να το φας. Όμως, διάβασέ το πρώτα.

Ξέρω ότι ψήφισες τη Χρυσή Αυγή – ίσως μάλιστα σκέφτηκες να γίνεις μέλος της οργάνωσης. Δεν σου γράφω για να σε δικαιολογήσω: υποστήριξες εγκληματίες ναζιστές. Δεν σε δικαιολογώ: φέρθηκες ηλίθια και με επιβλαβή τρόπο για όλους μας. Ωστόσο, σπεύδω να προσθέσω: οι περισσότεροι από μας φερόμαστε, κατά καιρούς, ηλίθια -το ζήτημα είναι να διορθώνουμε τα λάθη μας και να ξεπερνάμε την άγνοια και τα ταπεινά μας ένστικτα. («Λάθος» είπε η χελώνα και κατέβηκε από τον σκαντζόχοιρο).

Όταν τελείωνα το λύκειο έβγαινα με ένα αγόρι που ήταν στην KNE και ήθελε να βγάλει το πλάνο του των στρατολογιών – έτσι, στρατολόγησε εμένα μολονότι είχα τάση προς τον χιπισμό και τον αντικομουνισμό. Πήγα, λοιπόν, στον λεγόμενο «πυρήνα» της KNE, όπου βρέθηκα μπροστά σε μια οργάνωση που έμοιαζε με εκκλησιαστική, μιλιταριστική και μυστικιστική. Σ' εκείνη την πρώτη συνάντηση ξέσπασε έντονη λογομαχία που εξελίχθηκε σε σύγκρουση ενός εναντίον όλων: λίγους μήνες αργότερα έφυγα τρέχοντας από την KNΕ – ακόμα τρέχω. Επρόκειτο για συνηθισμένη περίπτωση γενιτσαρισμού: το 1975 οι περισσότεροι έφηβοι «στρατολογούνταν» σε κομματικές οργανώσεις με αυστηρή ιεραρχία, δογματικές ιδεολογίες και, επιπλέον, τόσες πρακτικές δουλειές ώστε η προσωπική τους ζωή εκμηδενιζόταν.

Όπως καταλαβαίνετε, οι «ερεθισμοί» από τα γκομενιλίκια της Σώτης ήταν ιδιαιτέρως θερμοί, τόσο που με ανάγκασαν να συντάξω τη δικιά μου επιστολή, με μοναδικό παραλήπτη τη συγγραφέα–θαμώνα στο στασίδι της Ανατροπής. Με την ευκαιρία όμως αυτή, δεν θα χάσετε και τίποτε αν τη διαβάσετε και εσείς…

Αγαπητή Σώτη,

Σου γράφει ένας παμπάλαιος Κνίτης. Όχι, εγώ δεν «οργανώθηκα» στη ΚΝΕ γιατί μου «γυάλισε» κάποια γκόμενα. Όχι. Κάτι παππούδες στις εξορίες είχα και κάτι συγγενείς διωγμένους από τα χρόνια του Εμφυλίου. Αυτοί με «πήγαν». Αυτοί μου έδειξαν το δρόμο. Άσε που τότε, ο Γιώργος ο Κερανόπουλος, η Τασία η Μακρυγιάννη, ο Μανώλης ο Τζήμας και εγώ ήμασταν εκεί. Τέσσερεις κι ο… κούκος. Σεπτέμβρης του ‘74. Και δίπλα, κάτι γερόντια. Ο ένας είχε «φάει» δεκαοχτώ χρόνια στα ξερονήσια και ο άλλος τα νιάτα του με τα αντάρτικα στα βουνά της Θάσου. Ξέρεις, αυτά που πολεμούσαν τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους φασίστες. Τους θυμάμαι σαν τώρα. Ο μπάρμπα Τάσος ο Ταχματζίδης κι ο Παντελής ο Κιρκίνης. Ήταν και οι παλιοί καπνεργάτες. Κάπνιζαν στριφτά τσιγάρα και τα βράδια τα έπιναν στου Μπατίρη.

Κνιτάκι στα 17 μου, που λες. Και μιας και δεν είχα… τάσεις για χιπισμό –για αντικομουνισμό δεν το συζητάω καν–… αφοσιώθηκα! Αλλά, μη φανταστείς τίποτε προσευχές, μετάνοιες και εξομολογήσεις. Μπα… Ένα βιβλίο με τον Σκαρίμπα έπεσε μπροστά μου, ένα άλλο του Δημήτρη Χατζή… Να δεις πώς το έλεγαν. Α, ναι, Το Διπλό Βιβλίο… Κι ύστερα ήταν και κάτι κασέτες που γράφαμε από τους δίσκους του Μανώλη. Και τι δεν είχε αυτός. Σαββόπουλο, Ντύλαν, Χατζιδάκι, Μπαέζ, Πουλικάκο, Λεοντή, Χέντριξ, Μίκη, Doors… Μέχρι και ΖΖΤοp ο αθεόφοβος!

Τώρα που το σκέφτομαι, έχεις δίκαιο. Αυτά όλα μου στέρησαν την «προσωπική μου ζωή». Και να φανταστείς ότι μετά ήρθαν καπάκι και κάτι Θίασοι, κάτι Κυνηγοί, κάτι Βάιντα και κάτι Βισκόντι… Άστα, πού καιρός για επιτυχίες! Για σταδιοδρομίες. Κόμμα και ρετσίνα κι άσματα επινίκια, που έλεγε και ο άλλος… Καταφθάνει κι ένα βράδυ στο Παλλάς κι εκείνη η θεά η Νίκη η Τριανταφυλλίδη με τη Χρυσόθεμις του Ρίτσου και με αποτελειώνει!

Εγώ τότε δεν ήξερα γρι από μιλιταριστικά και μυστικιστικά. Κάτι συνελεύσεις κάναμε, κάτι αφισοκολλήσεις, στο ενδιάμεσο βάφαμε και κανέναν τοίχο (να σου κάνω εγώ σφυροδρέπανο, να τρίβεις τα μάτια σου) και τα καλοκαίρια –αχ, εκείνα τα καλοκαίρια– το Φεστιβάλ… Μία τραγουδίστρια Δημητριάδη την έχεις ακουστά; Έναν Μεράντζα; Τους Blues Wire; Αλλά, τι ρωτάω. Εσύ, μάτια μου, ήσουν ερωτοχτυπημένη. «Βγάζεις» λίμπιντο με Χικμέτ και Μπίρμαν; Είσαι εσύ για Κρύες Γυναίκες και για Άννες που κλαιν; Για όνομα…

Το ξέρω. Θα με ρωτήσεις τώρα γιατί εκείνο το βράδυ του Οκτώβρη του ‘86 πήρα το καπελάκι μου κι έφυγα. Να έφταιγαν μήπως η «ιεραρχία» κι οι «δογματισμοί»; Μπορεί. Ίσως και άλλα που τώρα δεν είναι της στιγμής. Έφυγα όμως. Άλλα τίμια, όμορφα και καθαρά. Να στο ξαναπώ; Τίμια, όμορφα και καθαρά! Και με μία συγκίνηση που ακόμη με διαπερνά και με κατέχει. Χωρίς εξαργυρώσεις, χωρίς αποθεμένα, χωρίς έχθρες. Γιατί, ρε συ Σώτη, εμείς είχαμε άλλη «καψούρα» με την πολιτική και άλλες καύλες για τη ζωή. Και στο πολύ μεταξύ μας, ανέραστους δε μας λες…

Πόσο μάλλον… χελώνες!

Τα τρία κείμενα της «αφορμής» μπορείτε να τα βρείτε στη ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26510&subid=2&pubid=113123796




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου