Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ELECTRIC LITANY



Καλοκαίρι του ‘63. Η χώρα ζει στον τραγικό απόηχο της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη και ο Μίκης –o οποίος, στις αρχές Ιουνίου, είχε ιδρύσει τη Νεολαία Λαμπράκη– βρίσκεται στα μουσικά και πολιτικά του ντουζένια. Έχοντας ήδη «προθερμάνει» το έδαφος της μεγάλης του πορείας με τη Φαίδρα, την Όμορφη Πόλη, τους Λιποτάκτες και το Τραγούδι τού Νεκρού Αδελφού, καθώς και με τον Επιτάφιο να «δοκιμάζεται» στα πρωτόγνωρα και μυθικά του ρεσιτάλ στο Κεντρικόν, αποφασίζει να έρθει στην Καβάλα για μία συναυλία στο Δημοτικό Στάδιο.  

Αύγουστος ήτανε, δεν ήτανε θαρρώ

Η περιοχή γύρω από το γήπεδο είχε γεμίσει από τραμπούκους και παρακρατικούς. Ένα συνονθύλευμα ημιάγριων περιθωριακών που το «κουμαντάριζε» η Ασφάλεια και το κρατούσε «ετοιμοπόλεμο» για τις υπηρεσίες της, ανταλλάσοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την «ανοχή» της στις μικρές και μεγάλες παρανομίες του. Είχαν πιάσει τα «πόστα» από νωρίς και, όσο σκοτείνιαζε, η παρουσία τους «φόρτωνε» το περιβάλλον με τη μουντάδα μιας βουβής και απρόσμενης βίας. Κάποιοι, οι πιο «σβέλτοι», έβγαιναν κάπου–κάπου μέσα από τα στενά, πετώντας ροχάλες και βρισιές σε όσους πλησίαζαν το ταμείο (εκείνη την «τρύπα» κάτω από την κερκίδα που «έβλεπε» προς τη θάλασσα) και ύστερα, με την ίδια άνεση, χάνονταν πάλι πίσω από τις πλάτες της «φυλής» τους.

Στις κερκίδες υπήρχε μία ένταση που δεν προμηνούσε με τίποτε «καλλιτεχνικό γεγονός». Από τα βράχια της συνοικίας (αυτά που «χρησίμευαν» για δωρεάν παρακολούθηση των ποδοσφαιρικών αγώνων) εκσφενδονίζονταν συνεχώς πέτρες και μπουκάλια. Η περιφρούρηση των Λαμπράκηδων είχε σχεδόν καταρρεύσει. Δυο–τρεις οικοδόμοι μόνον «κρατούσαν» και μία ομάδα που είχε επιφορτιστεί με την ασφαλή μεταφορά των τεχνικών, των μουσικών και του ίδιου του Μίκη. Ο κόσμος όμως, ερχόταν συνεχώς. Πεισμωμένος και αποφασισμένος. Κι έμοιαζε όλη αυτή η πομπή από το Φάληρο έως το Περιστέρι, ωσάν ένα Χρέος που ξεπηδούσε αυθόρμητα μέσα από τις ψυχές. Ένα Χρέος στη Δημοκρατία!

Όταν ο Μίκης ανέβηκε στην εξέδρα, απλώθηκε μία «ιερή σιωπή». Οι μουσικοί του (και τι μουσικοί! Αφρός! Ο Καρνέζης, ο Παπαδόπουλος, ο Διδίλης, ο Φάμπας…) σηκώθηκαν για την υποδοχή. Ακούστηκε ένα μικρό κούρντισμα σαν ψίθυρος και από έξω μια κραυγή ανακατεμένη με λύσσα: να πάτε στη Βουλγαρία, ρε… Κάποιος κάτι πήγε να πει, να αντιδράσει, να φωνάξει, άλλα τον πρόλαβε το σύνθημα. Ο Λαμπράκης Ζει! Και ξαφνικά, η σιωπή έγινε έκρηξη. Οι καρδιές πήραν φωτιά. Η νύχτα λαμπάδιασε από το θάρρος της φωνής. Και από την αντήχηση που ερχόταν φουριόζα από τα σπίτια του Βύρωνα…

Τότε ο Μίκης σήκωσε το χέρι του και έδειξε μία πέτρα. Την κουβαλάω, είπε, από έξω. Δε με πέτυχε. Αυτός που την έριξε δε σημάδεψε καλά. Αστόχησε. Την έφερα για να σας δείξω τα όπλα τους. Αυτά είναι. Οι πέτρες… Και αυτά είναι τα δικά μας… Έσκυψε, άφησε κάτω την πέτρα, έστρεψε το κορμί του στην ορχήστρα, τέντωσε τα τεράστια χέρια του –φτυστός Αρχάγγελος θαρρείς– και έκανε νεύμα στον Μπιθικώτση: στα περβόλια μες στους ανθισμένους κήπους

Δεν την «έζησα» τη στιγμή. Δεν ήμουν από τους τυχερούς. Λόγια άλλων μεταφέρω και –αν τα κατάφερα– λίγη από τη συγκίνηση εκείνων των διηγήσεων. Γιατί όμως μου ξανάρθε στο νου; Τι ήταν αυτό που την ξανάφερε στο σήμερα; Τι την «ξεσήκωσε» από την μνήμη;

Για κάποιο απροσδιόριστο –μας ίσως και σημαδιακό– λόγο, συνέδεσα εκείνη τη συναυλία από το μακρινό ‘63, με μία δήλωση των Electric Litany, όπου τα μέλη του συγκροτήματος εξηγούσαν πριν από λίγες ημέρες τι ήταν αυτό που τους «αναγκάζει» να μην πάνε να παίξουν στον Πειραιά και το Βόλο. Έγραφαν: Λόγω των εκλογικών αποτελεσμάτων τα οποία έδειξαν ότι η πλειονότητα των πολιτών σε αυτές τις δύο πόλεις αξίζουν τον Μεσαίωνα που έχουν επιλέξει. Κουράγιο στη μειονότητα των υγιών ανθρώπων του Πειραιά και του Βόλου.

Τους Electric Litany τούς πρωτάκουσα πριν από τρία χρόνια στο Tear καθώς ωραία και ευγενικά «έβγαιναν» πίσω από τη φωνή του Γιάννη Ρίτσου που διάβαζε τη Σονάτα τού Σεληνόφωτος. Με ήχους που θύμιζαν (άλλα δεν αντέγραφαν) τους Cure, τους Tindersticks και ίσως κάτι και από τον «ήσυχο» Cave, «κράτησαν» από τότε ζωντανό το ενδιαφέρον μου γι’ αυτούς. Αυτά, μουσικά…

Μέχρι που ήρθε αυτή η δήλωση –που φυσικά έγινε «ανάρπαστη» στο διαδίκτυο– για να αποκαλύψει την άγνωστη μέχρι εκείνη τη στιγμή πολιτική και κοινωνική ταυτότητα τού συγκροτήματος. Καλοδεχούμενη, έτσι κι αλλιώς. Όμως, να μου επιτρέψουν –και οι καλλιτέχνες και όλοι εκείνοι που αυθόρμητα έσπευσαν να χαιρετήσουν την απόφασή τους– να έχω εντελώς αντίθετη άποψη για το ιδεολογικό –εδώ και γεωγραφικό– εμπάργκο τους. Γιατί απλά, τώρα είναι ο καιρός να πάνε στον Πειραιά και το Βόλο. Τώρα είναι η ώρα να αντισταθούν. Να κάνουν την τέχνη και τη μουσική τους μέσω αφύπνισης και εγρήγορσης. Τώρα τους χρειάζονται εκείνοι που αντιμετωπίζουν το «εγχώριο τέρας» μέσα στις πόλεις και τις γειτονιές τους. Όλα τα άλλα, μία ακόμη υποχώρηση και ήττα στις… καινούριες πέτρες! Και το ερώτημα, ένα: πότε πάλι ένας Μίκης;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου