Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

ΘΡΑΣΙΜΙΑ



Τα ήμερα κρυφτήκανε
και βγήκαν τα θρασίμια…
Κ. Χ. Μύρης

Εδώ φτάσαμε λοιπόν. Αυτοί που το είχαν τιμή τους και καμάρι τους να φωτογραφίζονται περιχαρείς και σημαιοστολισμένοι με το πουλί της χούντας, αυτοί να βγαίνουν τώρα και να κατηγορούν τους δημοκρατικά εκλεγμένους δημοτικούς συμβούλους ως «συκοφάντες», «υβριστές» και «φασίστες»! Οι χθεσινοί θαυμαστές του ρετσινόλαδου, των εξοριών, των ταγμάτων ασφαλείας, των δοσίλογων και των δικτατόρων, να μεταμορφώνονται σήμερα σε τιμητές των θεσμών και της ομαλότητας. Οι άκαπνοι, οι δειλοί και οι προσκυνημένοι σε «πατριώτες». Οι ριζωμένοι στις αρχές του νέου ναζισμού σε… εθνιστές!

Αυτοί οι θρασείς των σκοταδιών που βουτάνε τα μισαλλόδοξα και παγανιστικά ένστικτά τους μέσα στο αίμα μιας «θυσίας» νεογέννητου γουρουνιού, τολμούν και μιλάνε για βία! Αυτοί που «παίρνουν το νόμο στα χέρια τους», κυνηγώντας και δέρνοντας ό,τι δεν «κολλάει» στην «καθαρότητά» τους, έρχονται και εγκαλούν τους άλλους για σεβασμό! Αυτοί που στους διαδικτυακούς τους «διαλόγους» μουγκρίζουν μίσος και κανιβαλισμό, κατηγορούν τους άλλους για «στοχοποίηση» των μελών τους. Αυτοί που βρίζουν και λοιδορούν κάθε τι που δεν «ακούει» στις βαρβαρότητές τους, απαιτούν και αιτούνται… ελευθερία του λόγου!

Ωιμέ και έλεος μαζί!

Ναι! Για την επιστολή–επίθεση των νταήδων της Πατριωτικής Κίνησης προς τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου Καβάλας μιλάω! Η οποία –εκτός της εθνο–φολκλορικής της διάστασης– παρουσιάζει και… προεκλογικό ενδιαφέρον, καθώς (για πρώτη φορά) απευθύνεται ΜΟΝΟ προς τους επικριτές και τους κατηγόρους τους, αφήνοντας έξω από τους παραληρηματικούς τους «στοχασμούς» τα «καλά παιδιά» των δημοτικών εδράνων. Να εικάσω τους καιρούς υποστηρικτές (και… συνοδοιπόρους τους) Βαγγέλη Παππά και Νίκο Κιοσέ;

Κατά τ’ άλλα, μία από τα ίδια, διανθισμένα αυτήν τη φορά και με ηθικοπλαστικά κηρύγματα περί του έντιμου κοινωνικού τους βίου (καθότι και αξιοπρεπείς οικογενειάρχες και καταστηματάρχες). Τακτική που (ω, του θαύματος!) προσομοιάζει με αυτήν της Χρυσής Αυγής και είναι προφανώς ενταγμένη σε μία (να την πω απέλπιδα;) προσπάθεια «ξεπλύματος» του προφίλ του σκληρού και του τσαμπουκόμαγκα. Σε μία υποκριτική πράξη αυτοκάθαρσης και ιδεολογικής αναδίπλωσης. Τζάμπα κόπος! Όσο και να θέλουν να παρουσιαστούν στην κοινωνία της πόλης ως «θύματα» και «ήρωες», θα τους διαψεύδουν πάντα οι ιδέες και τα… ανδραγαθήματά τους.

Πέρα όμως από τα εθνικιστικά και ρατσιστικά τους… κουσούρια που, για άλλη μια φορά, «κραυγάζουν» σε δημόσια παρέμβασή τους, πέρα από την «πατριωτική τους μυθομανία» (που πια κινείται στα όρια της πολιτικής σχιζοφρένειας) και πέρα από κάθε είδος ιστορικής φαιδρότητας και αρλούμπας που εκτοξεύουν εν τω μέσω της αμάθειας και της ατσαλοσύνης τους, εκείνο που κάνει τη διαφορά σε τούτη την επιστολή των καθ’ ημάς εθνικοσοσιαλιστών, είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουν να απαξιώσουν τη λειτουργία του κορυφαίου δημοκρατικού θεσμού της πόλης. Κι αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος, από τον «τρόπο του φασίστα» που εκδηλώνεται με το κλασσικό ναζιστικό δόγμα: ό,τι δε συμφωνεί μαζί μου, είναι και εχθρός μου!

Αδιάψευστο δείγμα, φρονώ, και του πολεμόχαρου της «φυλής» τους.

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

ΟΙ ΩΡΑΙΟΙ ΤΩΝ ΟΡΕΩΝ



Με αφορμή ένα βιβλίο που ακόμη δε διάβασα (ο λόγος για το Μοιρολόι ενός Αντάρτη της Γεωργίας Χιόνη), ξαναγυρίζω πίσω στο 1986 για να βρω τα «ιστορικά πατήματα» από το Δεύτερο Αντάρτικο στη Θάσο, έτσι όπως το κατέγραψε «διά ζώσης» ο Νίκος Μανωλίτσος στο αυτοβιογραφικό του αφήγημα Δοκιμασία.

Στην «οικογενειακή μνήμη», ο Νίκος Μανωλίτσος «κατοικούσε» πάντα μέσα σε έναν ξεχωριστό «μύθο τοπικών ηρώων». Η φήμη του στο σπίτι ξεπερνούσε τα όρια της ιστορίας καθώς αδούλωτος μπαινόβγαινε στις καρδιές και τις ψυχές μας. Ήταν ο «κοντινός» μας θρύλος. Ο «Άρης» των δικών μας βουνών. Ο ανίκητος του Ψαριού!

Με αυτούς τους απόηχους τον γνώρισα. Είχε γυρίσει στην πατρίδα και το νησί του μετά από 33 χρόνια! Πολιτικός εξόριστος στη Βουλγαρία από τα 23 του και τώρα, μπροστά μου, στα 56 του. Χαιρετούσε τους παλιούς του φίλους. Αγκάλιαζε τους συντρόφους του. Μιλούσε με τη συγκίνηση που μαρτυρούν μόνο τα υγρά μάτια. Τα τρεμάμενα λόγια. Η πίστη που δε χαλαρώθηκε

Σήμερα, ξαναδιαβάζοντας μετά από χρόνια τις συγκλονιστικές του μαρτυρίες, αισθάνθηκα να με ζώνει ένα περίεργο «σφίξιμο» από παντού. Ήταν σα να έμπαινα σε ένα σκοτεινό αδιέξοδο που δεν οδηγούσε πουθενά. Σε ένα σκληρό οδοιπορικό μέσα στη ματαιότητα. Λέξη τη λέξη, αράδα την αράδα, κεφάλαιο το κεφάλαιο, κυκλωτικό θαρρείς, ξεπηδούσε ένα τεράστιο και αναπάντητο «γιατί». Από την παράδοση των ΕΑΜίτικων όπλων μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας στην Αμφίπολη των Σερρών μέχρι το άδοξο τέλος και το οδυνηρό πέρασμα στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Μπορεί η «ατμόσφαιρα» του βιβλίου να κυριαρχείται από τις συγκινησιακές φορτίσεις που παράγουν οι «ανασκαφές» της μνήμης (και πώς αλλιώς, δηλαδή), αλλά στις «λεπτομέρειές» του, στις «παράλληλες» αναγνώσεις του, εκείνο που «οργώνει» το συναίσθημα είναι αυτό το «ταξίδι προς την αβεβαιότητα». Προς ένα όραμα που χάνεται συνεχώς πίσω από κάθε δρασκελιά στα απάτητα βουνά των Κοινήρων και της Αστρίδας. Που σβήνει μέσα στα παγωμένα λημέρια του Τσαλ Νταγ. Στα σκοτεινά νερά τού Μπάμπουρα και της Γραμπούσας…

Παλικαράκια ήταν. Βγήκαν στο βουνό στα 18 και στα 19 τους με μόνο όπλο την ορμή και το σθένος από την «ατίθαση νιότη» τους. Κουβαλώντας στους αδύνατους ώμους τους όλη την παράδοση της κλεφτουριάς και ζυγιάζοντας την ζωή τους ανάμεσα στο θάνατο και τη λευτεριά. Ανδρώθηκαν στον πιο ιερό πόλεμο. Νίκησαν φασίστες και κατακτητές και ‘κει που όλα έμοιαζαν να «στρώνου» και να ειρηνεύουν, μπολιάζει το «άλλο κακό». Η «μέσα μας αιματοχυσία».

Κατά βάθος, η αφήγηση του Νίκου Μανωλίτσου δεν είναι «ηρωική». Μία «θηλιά» είναι που, όσο περνάει ο χρόνος, σφίγγει ολοένα και πιο πολύ. Είναι τα καμένα δάση, οι τσακισμένες συνειδήσεις, οι ανέλπιστες προδοσίες, τα νεκρά σώματα μιας γενιάς που δεν πρόλαβε να φουντώσει. Και το μόνο που μένει, είναι πάλι εκείνος ο «μύθος» από τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους… Κώστας Ζαραγκούλιας, Βασίλης Βλαχίδης, Νίκος Μανωλίτσος, Δημήτρης Μανωλίτσος, Γιαξής Μαλιάγκος, Γιώργης Μανωλίτσος.

Το βιβλίο του Νίκου Μανωλίτσου, κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1986 από τις υπέρ- πολύτιμες εκδόσεις της Εκδοτικής Ομάδας των άοκνων Σωτήρη Γερακούδη και Χριστίνας Νικολαΐδου.  

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Ο "ΔΙΚΟΣ" ΜΟΥ ΣΑΚΗΣ ΜΠΟΥΛΑΣ



Γιατί δεν είναι ο νους για να θυμάται
Ούτε η μνήμη που κλοτσάει τον πεθαμένο
Κώστας Παπαγεωργίου

Αρχές της δεκαετίας του ’80. Τα Εξάρχεια ξεχείλιζαν από Ιστορίες Έρωτα και Αναρχίας και οι ταινίες της Βερτμίλερ και του Φασπίντερ «σπάνε ταμεία». Στη Ζωοδόχου Πηγής, οι πρώτοι πάνκηδες στήνουν αυτοσχέδια πάρτι με τους Panx Romana και τους Stress. Σα σκιά θα περάσει από δίπλα μου η Κατερίνα Γώγου και θα χαθεί στα προσωπικά της σκοτάδια. Στρίβω στη Σόλωνος… Εκεί τον πρωτοείδα «ζωντανά». Στην πρωτοπόρα και γεμάτη νεύρο και παλμό σκηνή του Αχ, Μαρία. Νέοι τους όλοι. Παθιασμένοι, ορεξάτοι, ανατρεπτικοί. Αυτός, ο Ζουγανέλης, ο Παπακωνσταντίνου, ο Λάκης Παπαδόπουλος. Η αξεπέραστη Ισιδώρα Σιδέρη…

Μπορεί ο Σάκης Μπουλάς να «κουβαλάει» πάνω του τον τίτλο του «διασκεδαστή», αλλά για μένα –πάνω απ’ όλα– υπήρξε ένας τεράστιος ερμηνευτής. Και αυτός που «στοιχειώσει» με την φωνή του δύο εμβληματικά έργα του Θάνου Μικρούτσικου. Τη συγκλονιστική Καντάτα για την Μακρόνησο, «βγαλμένη» μέσα από τον Πέτρινο Χρόνο του Γιάννη Ρίτσου, και την αξεπέραστη Ιχνογραφία σε ποίηση Κώστα Παπαγεωργίου.

Στην Καντάτα, ο Σάκης Μπουλάς «παρεμβάλλεται» στον ερμηνευτικό άθλο της Μαρίας Δημητριάδη και «εκτοξεύει» τον, μυθικό πια, Ντικ σε ανυπέρβλητα συναισθηματικά ύψη. Η φωνή του «γαζώνει» κυριολεκτικά τη μελωδία και τη στέλνει να αναπαυτεί στα ήρεμα νερά του Μούδρου. Στα γυμνά πόδια της Λευτεριάς… Τραγούδι–σύμβολο και τραγούδι–ρίγος. Θα ανακαλύπτεται συνεχώς και θα συγκινεί αενάως.

Κάτι αντίστοιχο (αλλά πολύ πιο δύσκολο και απαιτητικό) θα συμβεί και στο «δισκογραφικό έπος» της Ιχνογραφίας. Εκεί, γλιστρώντας πάνω σε ένα μακρύ βυζαντινό μοτίβο διάρκειας δεκαέξι λεπτών, ο Σάκης Μπουλάς θα «μοιραστεί» με τον Γιώργο Μεράντζα το μνημειώδες ποίημα του Κώστα Παπαγεωργίου, μεταμορφώνοντάς το σε μία τελετουργία μνήμης και ονείρου. Σε μια φλόγα απ’ την φωτιά της σάρκας σαν αποχτήσει συνείδηση…

Και τίποτε άλλο να μην είχε τραγουδήσει ο Μπουλάς, αρκούσαν αυτά τα δύο «διαμάντια» για να περάσει στην «πολιτιστική αιωνιότητα» της πατρίδας μας. Αρκούσε εκείνο το σπαρακτικό λιμπρέτο για τον σκύλο μας τον Ντικ που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους… Αρκούσε κι έφτανε εκείνη η μελωδία που σαν από άμβωνα να έρχεται θαρρείς. Πότε σαν προσευχή και πότε σαν αέρας μανιασμένος το ξημέρωμα. Καθώς ο ήλιος στάζει στο μυαλό κι η τρέλα χασμουριέται πίσω απ' την πρόφαση της σκέψης…

Με αυτά που τον λάτρεψα, τον αποχαιρετώ…

"ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ" ΠΑΖΑΡΕΜΑΤΑ



Μου είναι αδύνατο να γνωρίζω πόσο πολύ «βασανίστηκαν» τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής των Ανεξάρτητων Ελλήνων στην Καβάλα μέχρι να καταλήξουν στη «στήριξη» της υποψηφιότητας του Βαγγέλη Παππά στις επερχόμενες Δημοτικές Εκλογές. Το λιγότερο όμως που θα μπορούσα να καταλογίσω στην επιλογή τους, είναι μία πολιτική αναντιστοιχία –ή και ανισορροπία– σε σχέση με τα όσα «διαλαλούν» οι κεντρικές τους κατευθύνσεις. Και τα χαρακτηριστικά αυτά γίνονται ακόμη πιο εμφανή όταν κάποιος θελήσει να μπει στον κόπο να «ζυγίσει» (και να συγκρίνει) τα κριτήρια που «έστεψαν» τον κύριο Αμπεριάδη «εκλεκτό» τους στο δήμο του Νέστου.

«Πιάνομαι» από το τελευταίο, γιατί είναι χαρακτηριστικό του τρόπου «σκέψης και λειτουργίας» ενός κόμματος που, κατά πώς φαίνεται, στερείται σταθερότητας και συνοχής (εδώ και αυτοδιοικητικού προσανατολισμού), γεγονός που «αναγκάζει» τις αποφάσεις του να κυριαρχούνται από «πολιτικό και ιδεολογικό θυμικό». Ενίοτε και από μικρό–συμφεροντολογικές συμπεριφορές.

Και εξηγώ: αν καθίσει ένας «ενδιαφερόμενος» και διαβάσει ανεπηρέαστα, αντικειμενικά και με προσοχή τα προγράμματα των κυρίων Παππά και Αμπεριάδη, αυτό που θα διαπιστώσει, από τις πρώτες κιόλας αράδες τους, είναι ότι τα χωρίζει πολιτική και αισθητική… άβυσσος.  Κι αν θελήσει να το «τραβήξει» ακόμη πιο πολύ, θα «ανακαλύψει» και το μείζον: ότι τα μόνα προγράμματα που θα μπορούσαν (σε μεγάλο βαθμό) να ταυτιστούν με εκείνο (τολμώ να το πω και άψογο) του κυρίου Αμπεριάδη, θα ήταν τα αντίστοιχα του κυρίου Βέρρου από το δήμο Καβάλας και του κυρίου Μπόνου από το δήμο Παγγαίου.

Εύλογα λοιπόν και θα αναρωτηθεί κανείς: τι άραγε «μεσολάβησε» για την τελική «έγκριση» του κυρίου Παππά; Γιατί να είναι αυτός που μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό και αδιαπραγμάτευτο ανάχωμα στις μνημονιακές πολιτικές που με κάθε τρόπο προσπαθούν να επιβληθούν από την κεντρική κυβέρνηση στους Δήμους της χώρας και όχι (ας πούμε) ο «σφόδρα αντιμνημονιακός» κύριος Ποτόλιας; Και, εν πάσει περιπτώσει, από ποια στοιχεία του προγράμματός του προκύπτει ΠΙΟ «αναχωματικός» ο επικεφαλής της Κοινωνικής Αποτελεσματικής Παρέμβασης από εκείνους της Συμπαράταξης Πολιτών ή της Λαϊκής Συσπείρωσης;

Ας μη γελιόμαστε. Η απόφαση αυτή των μελών της Συντονιστικής Επιτροπής, ελάχιστα –και, επί της ουσίας, καθόλου– «συμβαδίζει» με την «αντιμνημονιακή ατζέντα» που έθεσε ως βασική «προϋπόθεση συνεργασιών» στην Τοπική Αυτοδιοίκηση το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Κι αν κάτι αποκτά διαστάσεις «κινδύνου και ανησυχίας», είναι η πιθανότητα να υπερίσχυσε στην επιλογή τους το «εθνικοπατριωτικό» προφίλ που (τεχνηέντως;) «πλασάρει» στις δημόσιες εμφανίσεις του ο κύριος Παππάς. Γιατί τα άλλα περί «ανάπτυξης» και «εύρεσης εργασίας», μόνο αφελείς και… ψεκασμένους μπορούν να πείσουν. Εκτός κι αν τα «είδη» ευδοκιμούν κι εδώ…

Υ.Γ.:
Το κείμενο αυτό ενδεχομένως να μην αφορά καθόλου στους καθ’ όλα σοβαρούς και δημοκράτες Γιώργο Τσακίρη και Αλέξανδρο Γούλα. Το εύχομαι και το ελπίζω…

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

ΟΤΑΝ ΤΟ "ΜΕΡΟΣ" ΓΙΝΕΤΑΙ "ΟΛΟΝ"



Ονομάζεται Ανδρέας Ζαμπούκας και αρθρογραφεί στο τρέντυ Protagon του (και καλά) σοφιστικέ Σταύρου Θεοδωράκη. Ο ίδιος αυτοπαρουσιάζεται ως συγγραφέας (κατά το Τσαρουχικόν: στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις) και καθηγητής… δημιουργικής γραφής. Κοινώς: παρ’ τ’ αυγό και κούρευτο!

Στο τελευταίο του κείμενο με τίτλο Τα Σχολεία του Αsperger, ο κύριος Ζαμπούκας «καταπιάνεται» με την ενδοσχολική βία εξ αφορμής ενός περιστατικού σε σχολείο της Άρτας. Θέμα «λεπτό» που οι χειρισμοί του απαιτούν απόλυτη «κοινωνιολογική συγκρότηση» και «πολιτική αυτοσυγκράτηση». Χαρακτηριστικά που μοιάζει να «αγνοεί» (ή και να μην «τα έχει») ο εν λόγω… δημοσιολογών.

Μέγα (ή… MEGA;) ολίσθημα του «συγγραφέως», η μετατροπή του «μέρους» σε «όλον», του «ειδικού» σε «γενικό» και της… τρίχας σε τριχιά. Και ενδεδυμένο πάντα με τη γνωστή «βεβαιότητα» του… ξερόλα! Είναι δε τέτοια η «σιγουριά» των «πορισμάτων» του, που δε θα διστάσει να δώσει «δουλειά» στους Εισαγγελείς και τον Υπουργό Παιδείας, προτρέποντάς τους σε αιφνιδιαστικούς ελέγχους μαθητών, με το «ατράνταχτο» επιχείρημα πως θα εκπλαγούν οι πάντες από τους σουγιάδες που θα μαζέψουν!

Με όλη την καλή διάθεση που με διακρίνει, θα θεωρήσω τη συγκεκριμένη «γραμμή» ως εντελώς άσχετη με αυτά που άρχισε να σχεδιάζει πρόσφατα η ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας για την «παρακολούθηση» των μαθητών στα σχολεία με πρόσχημα πάντα τον κίνδυνο από τα «ναρκωτικά και τη βία» (άρα και τους… σουγιάδες) και θα επιμείνω στα όσα «αεροκοπανιστά» κομίζει στο δημόσιο (φοβικό) λόγο ο… επιστήμων!

Διά της «απλουστευτικής» (κάτι σαν «κοινωνικό ρεπορτάζ» του ΑΝΤ1 με ήχους από αμερικάνικο σπλάτερ), ο κύριος Ζαμπούκας θα ισχυριστεί ότι η βία είναι φαινόμενο των διαλυμένων σχολικών κοινοτήτων, με ευθύνη των ανθρώπων που ανέλαβαν να τις διοικήσουν…  Έτσι, γενικώς και αορίστως, θα «παραχθεί» η πρώτη απολιτίκ ερμηνεία των αιτιών της βίας (γειτονική προφανώς του τσιτάτου: καταδικάζω τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται), χωρίς την παραμικρή νύξη των συνθηκών μέσα στις οποίες αυτή γεννιέται, παράγεται και ανθεί. Λέξη για την ανεργία και τη φτώχεια, λέξη για την εγκατάλειψη των ευάλωτων ομάδων, λέξη για τη διάλυση των κοινωνικών δομών, λέξη για την «κουλτούρα της βίας» που προβάλλεται κατά κόρον από τα (οικεία) τηλεοπτικά Μέσα, λέξη για τον «πολιτισμό της ατομικότητας». Αυτό που προέχει για τον απίθανο τσαρλατάνο είναι μία έρευνα από «ειδικούς» (να πούμε ένα πείραμα τύπου Stanford;) που θα εξετάσει, με σοβαρότητα, την ψυχολογική κατάσταση των διδασκόντων. Και ως ο κατέχων (και εδώ) την απόλυτη βεβαιότητα, θα «αναρωτηθεί»: σε τι ποσοστό άραγε ανάγονται οι άνθρωποι (δηλαδή, οι καθηγητές και οι καθηγήτριες) που λαμβάνουν καθημερινά φαρμακευτική υποστήριξη, με προβλήματα διαταραχής;

Με «τον τρόπο» του κυρίου Ζαμπούκα, το πρόβλημα της βίας στις σχολικές μονάδες είναι πρόβλημα «εσωτερικών διαταραχών» των εμπλεκόμενων στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Το περιγράφει (ανοήτως μεν, στοχευμένα δε) με τα εξής παραπλανητικά: Η κατάσταση είναι σοβαρή. Μαθητές και καθηγητές είναι πλέον, επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλον, σχηματίζοντας τέσσερα ζεύγη ψυχαναγκαστικής συμμετρίας. Μαθητές εναντίον μαθητών, καθηγητές εναντίον μαθητών, καθηγητές εναντίον καθηγητών και μαθητές εναντίον καθηγητών. Οπουδήποτε η σχολική κοινότητα χάνει τον έλεγχο, όλοι μισούν όλους και απελευθερώνουν αναισθησία και βαρβαρότητα. Μου θυμίζουν πλέον, τους αυτιστικούς με σύνδρομο asperger, που έχουν χάσει την ενσυναίσθηση και τη δυνατότητα της ποιοτικής κοινωνικής αλληλεπίδρασης…

Με το ρατσισμό να «χτυπάει κόκκινο» (αναφέρομαι στον χυδαίο –και άκρως αντιεπιστημονικό– στιγματισμό των ατόμων με σύνδρομο asperger), o κειμενογράφος τού Protagon δημιουργεί κλίμα αιματοβαμμένου θρίλερ για να «περάσει» (διά του φόβου και μόνον) τη συναισθηματική και συνειδησιακή κατεδάφιση του δημόσιου σχολείου και, κατ’ επέκταση, να απαξιώσει πλήρως το ρόλο και την προσφορά του στην ελληνική κοινωνία.

Το ότι όλα αυτά γράφονται και εκφράζονται την ίδια χρονική περίοδο που τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα «κλείνουν θέση» στα πάμπολλα ευρωπαϊκά προγράμματα που «τρέχουν» γύρω από την εκπαίδευση, το μόνο που επιτυγχάνουν τελικά είναι να ενδυναμώνουν την έμφυτη κλήση μου προς την… πονηρία. Και, μέσω αυτής, να υποψιαστώ και το «κόστος» της… δημιουργικής γραφής (απ’ όπου κι αν προέρχεται).