Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Ο "ΔΙΚΟΣ" ΜΟΥ ΣΑΚΗΣ ΜΠΟΥΛΑΣ



Γιατί δεν είναι ο νους για να θυμάται
Ούτε η μνήμη που κλοτσάει τον πεθαμένο
Κώστας Παπαγεωργίου

Αρχές της δεκαετίας του ’80. Τα Εξάρχεια ξεχείλιζαν από Ιστορίες Έρωτα και Αναρχίας και οι ταινίες της Βερτμίλερ και του Φασπίντερ «σπάνε ταμεία». Στη Ζωοδόχου Πηγής, οι πρώτοι πάνκηδες στήνουν αυτοσχέδια πάρτι με τους Panx Romana και τους Stress. Σα σκιά θα περάσει από δίπλα μου η Κατερίνα Γώγου και θα χαθεί στα προσωπικά της σκοτάδια. Στρίβω στη Σόλωνος… Εκεί τον πρωτοείδα «ζωντανά». Στην πρωτοπόρα και γεμάτη νεύρο και παλμό σκηνή του Αχ, Μαρία. Νέοι τους όλοι. Παθιασμένοι, ορεξάτοι, ανατρεπτικοί. Αυτός, ο Ζουγανέλης, ο Παπακωνσταντίνου, ο Λάκης Παπαδόπουλος. Η αξεπέραστη Ισιδώρα Σιδέρη…

Μπορεί ο Σάκης Μπουλάς να «κουβαλάει» πάνω του τον τίτλο του «διασκεδαστή», αλλά για μένα –πάνω απ’ όλα– υπήρξε ένας τεράστιος ερμηνευτής. Και αυτός που «στοιχειώσει» με την φωνή του δύο εμβληματικά έργα του Θάνου Μικρούτσικου. Τη συγκλονιστική Καντάτα για την Μακρόνησο, «βγαλμένη» μέσα από τον Πέτρινο Χρόνο του Γιάννη Ρίτσου, και την αξεπέραστη Ιχνογραφία σε ποίηση Κώστα Παπαγεωργίου.

Στην Καντάτα, ο Σάκης Μπουλάς «παρεμβάλλεται» στον ερμηνευτικό άθλο της Μαρίας Δημητριάδη και «εκτοξεύει» τον, μυθικό πια, Ντικ σε ανυπέρβλητα συναισθηματικά ύψη. Η φωνή του «γαζώνει» κυριολεκτικά τη μελωδία και τη στέλνει να αναπαυτεί στα ήρεμα νερά του Μούδρου. Στα γυμνά πόδια της Λευτεριάς… Τραγούδι–σύμβολο και τραγούδι–ρίγος. Θα ανακαλύπτεται συνεχώς και θα συγκινεί αενάως.

Κάτι αντίστοιχο (αλλά πολύ πιο δύσκολο και απαιτητικό) θα συμβεί και στο «δισκογραφικό έπος» της Ιχνογραφίας. Εκεί, γλιστρώντας πάνω σε ένα μακρύ βυζαντινό μοτίβο διάρκειας δεκαέξι λεπτών, ο Σάκης Μπουλάς θα «μοιραστεί» με τον Γιώργο Μεράντζα το μνημειώδες ποίημα του Κώστα Παπαγεωργίου, μεταμορφώνοντάς το σε μία τελετουργία μνήμης και ονείρου. Σε μια φλόγα απ’ την φωτιά της σάρκας σαν αποχτήσει συνείδηση…

Και τίποτε άλλο να μην είχε τραγουδήσει ο Μπουλάς, αρκούσαν αυτά τα δύο «διαμάντια» για να περάσει στην «πολιτιστική αιωνιότητα» της πατρίδας μας. Αρκούσε εκείνο το σπαρακτικό λιμπρέτο για τον σκύλο μας τον Ντικ που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους… Αρκούσε κι έφτανε εκείνη η μελωδία που σαν από άμβωνα να έρχεται θαρρείς. Πότε σαν προσευχή και πότε σαν αέρας μανιασμένος το ξημέρωμα. Καθώς ο ήλιος στάζει στο μυαλό κι η τρέλα χασμουριέται πίσω απ' την πρόφαση της σκέψης…

Με αυτά που τον λάτρεψα, τον αποχαιρετώ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου