Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013



Τον Κώστα Χατζηεμμανουήλ τον γνώριζα εξ αποστάσεως. Το πολύ ένα «γεια». Συνήθως μας «ένωναν» οι «κοινοί μας τόποι». Οι παραστάσεις στα αρχαία θέατρα των Φιλίππων και της Θάσου, κάποιες εκδηλώσεις για βιβλία, μερικές συναυλίες…

Ο Κώστας ήταν πάντα άνθρωπος χαμηλών τόνων. Με έμφυτη ποιότητα, ευγενικός και καλλιεργημένος. Διόλου τυχαίο, εξ άλλου, ότι μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να σπουδάζει και να «ασκείται» σε ανώτατο επίπεδο με πράγματα που αγαπά και παθιάζεται. Προπάντων με την Ιστορία που λατρεύει.

Με την «πρώτη ματιά», θα δυσκολευτείς πολύ να τον «εντάξεις» στη δρώσα πολιτική. Μπορεί και να μην το σκεφτείς καν. Βλέπετε, αταίριαστος κατά πολύ σε σχέση με την «ατμόσφαιρα» και την «αισθητική» των συμπολιτών του, ελάχιστα ήταν αυτά που θα τον συνέδεαν με το αυτοδιοικητικό ναυάγιο της νήσου Θάσου. Το αποδεικνύει άλλωστε και η γρήγορη αποσκίρτησή του –όντας δημοτικός σύμβουλος– από τη διοίκηση του ανερμάτιστου Μερέση.

Η πρόθεσή του να διεκδικήσει τη δημαρχία του νησιού είχε έναν παράξενο ρομαντισμό. Πρώτα απ’ όλα γιατί έπρεπε να «παλέψει με τα θηρία» της τσαπατσουλιάς και της ρεμούλας (εξαιρώ τον φίλτατο Σταύρο Αραπάκη) και δεύτερον γιατί ο δήμος Θάσου είχε προ πολλού απολέσει το κριτήριο της «έξωθεν καλής μαρτυρίας». Κάποιοι τότε μίλησαν και για «άγνοια κινδύνου»…

Αυτά τρία χρόνια πριν.

Σήμερα ο Χατζηεμμανουήλ είναι μακράν ο καλύτερος δήμαρχος του νομού! Όχι μόνον γιατί παρέμεινε ανθρώπινος, σεμνός και μετρημένος, αλλά γιατί, μέρα με τη μέρα, αποδεικνύει ότι η πολιτική μπορεί ακόμη να λειτουργεί με την αριστοτελική της διάσταση. Και αυτός, έξω από τους μηχανισμούς και τα κομματικά προπύργια. Κι ας «φωνάζουν» από πίσω του τα ελλείμματα των συνεργατών του και τα «βαρίδια» από το «μαύρο παρελθόν». Κι ας ακόμη επιμένει να συνυπάρχει με τις κάθε λογής «πολιτιστικές γραφικότητες». Ο Χατζηεμμανουήλ «κερδίζει έδαφος» στα μεγάλα και τα ουσιώδη.

Τέτοια ήταν η στάση του απέναντι στο κυβερνητικό όνειδος και το αληταριό του ΤΑΙΠΕΔ. Αταλάντευτη, γενναία και άκρως περιεκτική. Κι αυτή ακριβώς που επιβάλλουν οι καιροί και τα συμφέροντα του τόπου του. Δε χρειάζεται να «μπω» σε συγκρίσεις με κάποιους «κοντινούς» συναδέλφους του που χαριεντίζονται ωσάν ξεπεσμένες ορντίναντσες με Στρατηγούς και ΤΑΙΠΕΔίτες. Θα τον αδικούσα κατάφωρα και μόνον που θα τον έβαζα απέναντί τους…

Αυτήν τη στιγμή, ο Κώστας Χατζηεμμανουήλ είναι ένα «πολιτικό κεφάλαιο» για τη Θάσο. Ίσως και ακατέργαστο. Σίγουρα όμως «ανεκμετάλλευτο». Μένει να δούμε ποιοι θα «επενδύσουν» πάνω του…

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013



Τότε ηδύνατο τις να καλέσει εις ομιλίαν
του τυχόντα διαβάτην οιουδήποτε χωρίου ή κωμοπόλεως
και να ακούσει λόγους αθάνατους…
Μακρυγιάννης

Έ
νας Θίασος γυναικών «περιοδεύει» στα χρόνια της ελληνικής χίμαιρας. Πόντος, Σμύρνη, Κατοχή, Εμφύλιος… Γυρίζουν, θαρρείς, απ’ την αρχή οι πίσω μας σελίδες. Πρόσωπα βουβά της μέσα μας ιστορίας. Ίσκιοι σερνάμενοι στους βωμούς και τις εκατόμβες. Από Κερασούντα μέχρι Καισαριανή, μια σιωπή δρόμος. Ανάσα μετέωρη. Και μια χειρονομία που έμεινε χωρίς ανταπόκριση… Έτσι δα. Καρφωμένη στο άπειρο.

Ανάμεσά τους, γύρω τους, εκεί απέναντι που αχνοφέγγει ακόμη η φλογίτσα της προσμονής, ακίνητοι κι ολόρθοι σαν από μάρμαρο σκληρό και απείθαρχο, οι γιοι και οι θυγατέρες, τ’ αδέλφια και οι άντρες τους. Οι ωραίοι δικοί μας. Οι άλλες μας πατρίδες… Ποτέ χαμένες, είπε, και έγειρε ευλαβικά στο σκήνωμα του αντάρτη…

Εδώ, η ζωή αυτούσια. Μας ενώνει μαζί της ο Κοινός Λόγος. Έρχεται από τα μέρη των τραγουδιών και μας αρπάζει. Πυρρίχιος και μοιρολόι, ένα. Μακρύ ζεϊμπέκικο… Για τον Φώτη, τον Ηλία, τον Γιώργη… Τον Παύλο και τον Νικολιό… Και από κάτω ο σπαραγμός. Ένα αχ… και πάει. Στους ουρανούς. Στα δάση με των νεκρών την ησυχία σπαρμένα…

Το μνημειώδες έργο της Έλλης Παπαδημητρίου –επίκαιρο όσο ποτέ– «επανέρχεται» στη σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου μετά από δεκαέξι ολόκληρα χρόνια και αφήνει ανεξίτηλο το στίγμα της ακριβής του ποιότητας στις φετινές παραστάσεις του Φεστιβάλ. Οι συγκλονιστικές αφηγήσεις των «αφανών» της ημετέρας τραγωδίας μας, αποκτούν ιδιαίτερες «θερμοκρασίες» χάριν των σκηνοθετικών ρυθμών του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Με υποδειγματικό τρόπο, και μπροστά σε ένα σκηνικό–«μνημείο καρδιάς», θα κορυφωθεί ο δραματουργικός πυρήνας ενός λόγου που, καθώς ατόφιος, καθαρός και ακατέργαστος, μοιάζει να βγαίνει απ’ ευθείας μέσα από τις αρχέγονες και αστείρευτες παραδόσεις μας.

Γύρω από αυτήν την «παράδοση», ο Θεοδωρόπουλος θα «στήσει» ένα «δικό του Θίασο» στα «χνάρια» της αγγελοπουλικής φόρμας (ποιος δε θυμάται εκεί την Εύα Κοταμανίδου στο δικό της μοναδικό μονόλογο), αλλά με τη μεγάλη του μαεστρία να λάμπει αυτόφωτη και δημιουργική. Και πάλι…

Την παράσταση τη διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη ένα «ρεύμα» στερεότητας, λεπτότητας, σεβασμού, μέτρου και ακρίβειας. Τίποτε περιττό. Τίποτε περίσσιο. Μόνον πέντε σώματα γεμάτα εκρήξεις. Πέντε γυναίκες–σύμβολα. Πότε καρφωμένες στους γκρεμούς της ιστορίας και πότε αερικά στα κορφοβούνια της συλλογικής μνήμης. Πέντε γυναίκες γάργαρες. Κεντίδι σεμνό στο ατέλειωτο εργόχειρο του Κοινού μας Λόγου.

Η Τάνια Παλαιολόγου, αύρα που ευωδιάζει μέσα στη νοσταλγία και τους μύθους. Δροσούλα απ’ τα παλιά παράλια. Κορίτσι γιορτινό και φεγγόβολο… Η Ελένη Ουζουνίδου σε κυριεύει από την πρώτη στιγμή. Σχεδόν αδάμαστη. Χτυπάει το στήθος και νομίζεις θα ξεπηδήσουν από μέσα του όλοι οι κατατρεγμοί. Ακούς το θρήνο της και ραγίζεις. Και φεύγεις μαζί της προς Γαράσαρη και Αμάσεια μεριά. Τέτοια εμπιστοσύνη πια… Η Ελένη Κοκκίδου, φυλή από μόνη της. Καλύτερα, όλες οι φυλές, μόνη της. Πηγή αστείρευτη. Λάλον ύδωρ… Η Μαρία Κατσανδρή σηκώνει στους λεπτούς της ώμους όλο το βάρος της ήττας. Σα να έχει γαντζωθεί πάνω της όλος ο ανθός της ματαίωσης. Τα αγόρια με τ’ άρματα και τα καριοφίλια. Κι αυτή να τα σέρνει σε έναν χορό ακίνητο. Παιδί μ’ γιατί σ’ ανάλλαγο, στο αίμα βουτηγμένο… Ακόμη τρέμω… Και η Λυδία Κονιόρδου. Μόνο που δεν ξέρω πια αν ιέρεια θα την πω ή θεά. Μόνο να την αγκαλιάσω θέλω και να της πω πόσο ευγνώμων της είμαι. Χρόνια τώρα…

Κοινός Λόγος, εξ άλλου…

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013





Οι παροικούντες την κομματική Αριστερά, τον γνωρίζουν ως έναν «πιστό, γνήσιο και καθαρόαιμο» κομμουνιστή. Κατά τι υπερβολικό και παθιασμένο, ολίγον γραφικό και τα μάλα μαχητικό. Ενίοτε και απρόβλεπτο. Ο λόγος για τον Πέτρο Κωνσταντίνο. Ηγετικό στέλεχος της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., επικεφαλής της «Κίνησης Ενωμένοι Ενάντια στο Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή» και δημοτικό σύμβουλο στο Δήμο Αθηναίων.

Οι φορές που έτυχε να τον παρακολουθήσω (ελάχιστες είναι η αλήθεια), μου άφηναν πάντα μια… γλυκόπικρη γεύση. Συνήθως, το «πολιτικό του δίκαιο», χανόταν μέσα σε μία «ατμόσφαιρα φανατισμού», ιδεολογικών μονομερειών και θεωρητικών στερεοτύπων. Συνέπεια τούτων, να χαίρει πολύ λιγότερης εκτίμησης από αυτή που πραγματικά θα του αναλογούσε. Γιατί - όπως και το κάνουμε - ο Πέτρος Κωνσταντίνου, είναι ένας «ιεραπόστολος» της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ένας άνθρωπος, δοσμένος ψυχή τε και σώματι στην… επανάσταση. Ή – έστω – έτσι όπως αυτός την εννοεί.

Και να γιατί όσοι τον γνωρίζουν, διόλου δεν εξεπλάγησαν από την πρόσφατη δημόσια τοποθέτησή του, σχετική με τα όσα διαδραματίστηκαν «πέριξ και εντός» της υποθέσεως του δραπέτη Μάριον Κόλα. Σε αυτήν, ο Πέτρος Κωνσταντίνου, κάνει λόγο για αποσπάσματα θανάτου της ΕΛ.ΑΣ και του στρατού που εκτέλεσαν άλλον ένα Αλβανό δραπέτη των φυλακών Τρικάλων… μιλάει για εκτελέσεις εκδίκησης που ανοίγουν  ένα επικίνδυνο δρόμο επιβολής θανατικής καταδίκης χωρίς την παραπομπή σε δίκη… και καταλήγει στο ότι  η τακτική αυτή, ανοίγει σκοτεινούς δρόμους για την αυθαίρετη απόφαση του κάθε επικεφαλής αποσπάσματος καταδίωξης να εκτελεί κατά την δικιά του κρίση τον οποιοδήποτε…

Όπως ήταν αναμενόμενο - και με δεδομένη την «κυρίαρχη αντίληψη» περί «δολοφόνων Αλβανών» και «κακοποιών λαθρομεταναστών» - η ανακοίνωση του «δακτυλοδεικτούμενο» Πέτρου Κωνσταντίνου, ξέθαψε όλο τον κουρνιαχτό των ακροδεξιών και νεοναζιστικών αντιλήψεων (ενίοτε και αυτών που ενδημούν εις την… ευρύτερη Δεξιά), και έγινε (όχι που δεν ήταν), το «κόκκινο πανί» των… πολιτικών τους ερεθισμών.

Φυσιολογικό πέρα για πέρα όταν έρχεσαι να «σκανδαλίσεις» με αυτό τον τρόπο τα «ιερά και τα όσια» της Ελληνικής Αστυνομίας, και μάλιστα, την στιγμή που το «Σώμα» μετράει σε αυτήν την περιπέτεια ένα νεκρό αστυνομικό και μία νεκρή γυναίκα. Άσχετα βεβαίως από τους (όπως πολύ… διαδίδεται) ερασιτεχνικούς χειρισμούς των υπευθύνων της μεγάλης (και πολυδάπανης) επιχείρησης.

«Άκομψη» και άστοχη; Αφελής και «τραβηγμένη»; Όπως και να χαρακτηρίσεις την άποψη του Πέτρου Κωνσταντίνου (προσωπικά τείνω να συνηγορήσω και στις τέσσερεις κατηγορίες), αυτή δεν παύει να έχει εξ αρχής πολιτικό πρόσημο. Να αποτελεί μέρος μιας «ιδεολογικής φόρμας» που - αδιάφορο αν συμφωνείς ή διαφωνείς μαζί της - τα μόνα εργαλεία αντιπαράθεσης μαζί της, πρέπει (και οφείλουν) να είναι ο λόγος, τα επιχειρήματα, ο κοινωνικός και πολιτικός διάλογος. Και σε καμία (μα καμία) περίπτωση ο… αρμόδιος Εισαγγελέας. Αν παρ’ ελπίδα συμβεί το τελευταίο, τότε η έννοια και ο ρόλος της Δημοκρατίας, πάνε κατά διαόλου. Μεταφορικά και κυριολεκτικά.

Και – ω του μνημονιακού θαύματος – το αποτρόπαιο συνέβη. Η Εισαγγελία Αθηνών άσκησε εν μία νυκτί, αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη, σε ένα «καθαρόαιμο» πολιτικό κείμενο! Και αναρωτιέμαι: Από πότε η έκφραση γνώμης (έστω και «ακραίας»), μπαίνει σε καθεστώς ποινικοποίησης; Και από πότε οι ανώτατοι λειτουργοί της ελληνικής δικαιοσύνης λειτουργούν με αρμοδιότητες «ιδεολογικού λογοκριτή»; Το ξαναλέω: διαφωνώ στα περισσότερα σημεία της ανακοίνωσης του Πέτρου Κωνσταντίνου, αλλά το δικαίωμα να πει την γνώμη του (και πάντα με το ανάλογο πολιτικό κόστος), είναι αναφαίρετο. Και να πω και το μείζον; Αν η Εισαγγελία ήθελε να «παίξει» το πραγματικό της ρόλο, θα έπρεπε να τον είχε καλέσει από την πρώτη ώρα στα «ειδικά της διαμερίσματα», να του ζητήσει να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του και να αποδείξει με στοιχεία τα όσα καταγγέλλει. Γιατί - αν όντως ευσταθούν - είναι πάρα πολύ σοβαρά. Αυτό επιβάλλουν οι κανόνες του νομικού πολιτισμού και η «κουλτούρα» της Δημοκρατίας. Να ερευνά και την μία (έστω) πιθανή περίπτωση μέσα στο εκατομμύριο.

Αντ’ αυτού, είδαμε το απίθανο: να διώκεται για τις απόψεις του ένας άνθρωπος που κρίνει με τον δικό του σκεπτικό και την δικιά του κοσμοθεωρία , το επίπεδο του πολιτεύματος μας. Και πότε; Την ίδια ώρα που οι νεοναζί τραγουδούν ανενόχλητοι στο κέντρο της Αθήνας τον ύμνο του Χίτλερ, ανήμερα της επετείου της πτώσης της χούντας.

Είναι για να καθησυχάζεις;

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013


Είναι μερικά πράγματα που, όταν τα αποχωρίζεσαι βίαια και απροσδόκητα, σου αφήνουν μέσα σου ένα τεράστιο κενό. Και μια μελαγχολία αγιάτρευτη. Μπορεί στην αρχή να μην το συνειδητοποιείς και να μην το νιώθεις, αλλά όσο κυλάνε οι μέρες και ο καιρός και το ρήγμα της απουσίας μεγαλώνει, τόσο πιο πολύ έρχεσαι αντιμέτωπος με το ζόφο της καινούριας πραγματικότητας.

Αυτό ακριβώς συνέβη με τη διακοπή του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, όταν, μέσα σε μία στιγμή, ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια του εγχώριου και παγκόσμιου πολιτισμού, βυθίστηκε στο σκοτάδι και την ανυπαρξία. Κι όταν οι άνθρωποί του, εμείς, οι πιστοί του Τρίτου, οι χιλιάδες συν–ακροατές που μεγαλώσαμε με τα σχόλια του Μάνου, με την καλλιτεχνική και γλωσσική συνέπεια των παραγωγών του, με τη μουσική του απεραντοσύνη, με την καλαισθησία και την ωριμότητα του λόγου, της σκέψης και της γνώσης, αλλά –αυτό προπάντων– και με την αισθητική μιας «άλλης πατρίδας», όλοι εμείς λοιπόν, βρεθήκαμε ξαφνικά στο απόλυτο τίποτα.

Το Τρίτο δεν ήταν ένας απλός σταθμός. Ήταν μία ολόκληρη «ραδιοφωνική φιλοσοφία». Ένα εργαστήρι σπάνιων και αξεπέραστων δημιουργιών. Μία πνευματική όαση μέσα στη φοβερή ερημία του πλήθους. Από τότε που το «πήρε πάνω» του ο ξεχωριστός Χατζιδάκις και μέχρι πριν οι αμόρφωτοι και οι σκοταδιστές της κυβέρνησης «αποφασίσουν και διατάξουν» τη σιωπή του, το Τρίτο ήταν μέρος της ημετέρας Παιδείας μας. Το «δίπλα σχολείο» μας. Ελεύθερο, ανοιχτό, πολύμορφο, πολυποίκιλο και εξόχως δημοκρατικό. Γι’ αυτό και μοναδικό!

Γιατί το Τρίτο δεν ήταν ένας «κουλτουριάκος» σταθμός, όπως οι ηλίθιοι, οι ημιμαθείς και οι εντεταλμένοι ήθελαν να τον «περιγράψουν». Προς τιμήν του, το Τρίτο δεν παρασύρθηκε ποτέ από «διανοουμενισμούς» και δυσκολοχώνευτα. Δεν «υπέκυψε» σε ακρότητες ελιτισμού. Και δεν προσαρμόστηκε ποτέ με τις «απαιτήσεις» της αγοράς και του λαϊφ–σταλικού πολιτισμού. Ναι, και αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί: με τα «πνευματικά δεδομένα» της χώρας, το Τρίτο ήταν ένα «δύσκολο ραδιόφωνο». Όμως, οι «μυημένοι» ξέρουν καλά πόσο λαϊκό και πόσο τίμιο με τις αξίες και τις αρχές του υπήρξε. Και πόσο ανθρώπινο.

Και τώρα; Τι αφήνει πίσω του το Τρίτο; Απαριθμώ: Τους αγαπημένους μου «κλασσικούς», Σούμαν, Μάλερ και Τσαϊκόφσκι, μέσα στα δειλά απογεύματα του Φθινοπώρου. Τον Ketil Bjornstad  και τον John Zorn σε ατέλειωτες ακροβασίες της δωδεκάτης νυχτερινής. Τη Marianne Faithfull να «καταπίνει» τα χιλιόμετρα της εθνικής με το Working Class Hero. Τα κρύα βράδια του Γενάρη, τη «μαγεμένη» Ζυράννα Ζατέλη να διαβάζει το εμβληματικό Και Με Το Φως Του Λύκου Επανέρχονται. Την απρόσμενη –μα τόσο οικεία και «αληθινή» – ανάγνωση των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη από τον Τζίμη Πανούση. Τον Μικρό Επιτάφιο του Μανιώτη και του Κραουνάκη με τη Βέρα Ζαβιτσιάνου και τη Δήμητρα Γαλάνη. Την Εποχή της Μελλισάνθης, βράδυ Μεγάλης Παρασκευής. Τα ευρύχωρα και οικουμενικά πρωινά του Κώστα Γιαννουλόπουλου. Τη «μέσα Ελλάδα» του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Τη μεγάλη μουσική του Γιάννη Χρήστου να «φωταγωγεί» τους Πέρσες και τον Προμηθέα Δεσμώτη. Τη λατρευτή μου Σαβίνα στα δύσβατα πρελούδια της Λένας Πλάτωνος… Πού να σταματήσω;

Πάει κιόλας ενάμιση μήνας από τον αποχωρισμό, αλλά ας μην τον συνηθίσουμε. Κι ας είναι αυτό η πρώτη μας αντίσταση στην ισοπέδωση και τον ολοκληρωτισμό. Για αύριο βλέπουμε…

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013



Σταχυολογώ, αντιγράφω και σας μεταφέρω (άνευ ορθογραφικών, συντακτικών και γλωσσικών διορθώσεων) τους παρακάτω σχολιασμούς:

Θα τους διωξουμε ολους απο τα αγια μας εδαφοι

οχι δεν θα γινουμε βαρβαροι σα κιαυτους θα ζησουν μαζι μας...υπο ελληνικη διοικιση..

Που θα παει ρε μαγκες, παλι θα προσκυνησουμε εκει μεσα!!!!!!!!!!!! Λιγος καιρος εμεινε που θα παρουν δρομο οι υπαναπτηκτοι απο κει μεσα. Θα τους σφαξουμε και θα τους πεταξουμε στο βοσπορο.

πατριωτες ψηλα το κεφαλι!! ψηλα την σημαια ρεεεε

To thymame afto to tragoudi. Imouna 14 eton otan vgike.Vyzantinos politismos!Xerete ti tha pei Vyzantio;;Enosi arheou ellinikou politismou ke Xtistianismou!Arheo elliniko pnevma ke Xristianismos!Mono emeis oi ellines kataferame na enosoume ton arheo kosmo na petaxoume tin eidololatreia ke na kratisoume To Xristo mas pou eine I moni mas Sotiria.Afto itan to Vyzantio.Tora omos kapoioi mas zilevoun ke theloun na mas katastrepsoun.

προφανως η 1 αρνητικη ψηφος ειναι αυτου του απλυτου του Πανουση

Αυτά, και άλλα πολλά πολιτικοκαλλιτεχνικά θα ανακαλύψει όποιος μπει στον κόπο να «ψαχτεί» στο YouTube και να ανατρέξει στα σχόλια που συνοδεύουν τα δύο έργα του Απόστολου Καλδάρα τα οποία παρουσίασαν χθες στο Αρχαίο Θέατρο ο Γιώργος Νταλάρας και η Γλυκερία. Τη Μικρά Ασία (σε στίχους του Πυθαγόρα) και τον Βυζαντινό Εσπερινό (σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου).

Και λέω: Τι ώθησε άραγε τον τραγουδιστή–μουσικό να «θυμηθεί» τον «έντεχνο Καλδάρα»; Να ένιωσε ότι ήρθε επιτέλους η ώρα να παρουσιαστούν για πρώτη φορά ολοκληρωμένα και «ζωντανά» δύο μεγάλοι «σταθμοί» της ερμηνευτικής του καριέρας; Για να «τιμήσει» έναν συνθέτη στον οποίον «χρωστά» τα πρώτα του «ποιοτικά ανοίγματα» στις μεγάλες «μάζες»; Για να «φρεσκάρει» το ενδιαφέρον του κοινού σε έργα από μία περίοδο του ελληνικού τραγουδιού που έχει προ πολλού περάσει στα… αζήτητα; Ή για να επανασυνδέσει τα «μηνύματα» των τραγουδιών με τη σημερινή πολιτική και κοινωνική (ενίοτε και… γεωστρατηγική) πραγματικότητα;

Φαινομενικά, οι τρεις πρώτοι λόγο, θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία δικαιολογία «ενθύμησης», έστω και με τον (ορατό) κίνδυνο να καταλήξουν σε μία ρετρομελό κατάσταση. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, και η Μικρά Ασία και ο Βυζαντινός Εσπερινός, εκτός από κάποιες «αναλαμπές», δεν κομίζουν τίποτε το εξαιρετικό στη μουσική μας ιστορία. Αφήστε που η πρότερη λαϊκή αυθεντικότητα του συνθέτη υπονομεύεται μέσα από διάφορες «μουσικές σκηνοθεσίες», οι περισσότερες των οποίων αγγίζουν τα όρια της γραφικότητας.

Ο τέταρτος λόγος όμως, έχει άλλες προεκτάσεις και άλλους συμβολισμούς. Τραγούδια με αναφορές στον «μαρμαρωμένο βασιλιά», την «κόκκινη μηλιά» και τις «καμπάνες της Αγια-Σοφιάς» (και μάλιστα με τη στιχουργική προσέγγιση της… Πυθαγόρειας αισθητικής), νοηματοδοτούν έναν καινούριο αλυτρωτισμό που ελάχιστα απέχει από τα εθνικιστικά παραληρήματα του «χρυσαυγίτικου τόξου».

Απέναντι σε αυτήν τη «δυναμική», τα (έστω και απλοϊκά) τραγούδια για την προσφυγιά και την αδελφοσύνη (του στυλ: Τούρκος εγώ και συ Ρωμιός, και ‘γω λαός και συ λαός…), απλά λειτουργούν «διακοσμητικά» στο αφελές (μα τόσο επικίνδυνο) σενάριο… επανακατάληψης!

Άσχετα από τις προθέσεις των δημιουργών (και χωρίς βεβαίως να μας διαφεύγει ο «πολιτικός χρόνος» μέσα στον οποίο «γεννήθηκαν» τα συγκεκριμένα τραγούδια), το σημερινό  άκουσμα της Μικράς Ασίας (κυρίως) και του Βυζαντινού Εσπερινού, εκτός από παλιομοδίτικο, ασκεί και «περίεργες επιρροές». Και κάποιος (ποιος άραγε;), ίσως θα έπρεπε να τα «προφυλάξει» από την ελλοχεύουσα βαρβαρότητα. Και την ταύτισή τους με τις ελληναράδικες συμμορίες.

Alla, opos diatinetai kai o Panousis (o aplitos): Pousteve kai mi erevna…