Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΧΛΩΡΟ



Την «επαφή» μου με τα Μέσα Ενημέρωσης του Γιάννη Χλώρου την είχα «αραιώσει» ένεκα του τρόπου και των συμπεριφορών του απέναντι στους εργαζόμενους του συγκροτήματός του. Ήταν μία προσωπική μου επιλογή που απλά συμβόλιζε την «εντός μου αλληλεγγύη» σε όλους εκείνους τους ανθρώπους (και φίλους) που βρέθηκαν ξαφνικά στα αδιέξοδα της ανεργίας. Κι αυτή μου η απόσταση πήρε διαστάσεις «οριστικής ρήξης» όταν, στη θέση των απολυμένων δημοσιογράφων, εμφανίστηκαν κάτι περίεργοι τύποι από τα βάθη του «γλωσσικού υποκόσμου» να παραληρούν ασυστόλως σε ζώνες ευρείας… κατανάλωσης.

Ομολογώ ότι δεν του «χαρίστηκα» του Γιάννη. Η κριτική μου στα «έργα και τις ημέρες» του υπήρξε έντονη και αυστηρή. Όμως, αν ήταν λιγάκι πιο ψύχραιμος και πιο προσεκτικός, θα διαπίστωνε και ο ίδιος ότι η «αυστηρότητά» μου προς αυτόν δεν είχε καμία διάθεση –πόσο μάλλον πρόθεση– να τον ρίξει στο «επικοινωνιακό καναβάτσο». Να τον «εξοντώσει». Το αντίθετο. Να τον «συνεφέρει» προσπαθούσε. Να τον βάλει σε σκέψεις και προβληματισμούς. Ευελπιστώντας ίσως και σε τυχόν αναθεωρήσεις των πρακτικών του. Τιμώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια μακροχρόνια φιλία και μία «οινοπνευματική σχέση» που κρατούσε από παλιά. Αυτό, τουλάχιστον, είχα στο μυαλό μου και αυτό πίστευα.

Ο Γιάννης όμως «στράβωσε» και μου το φύλαγε. Με περίμενε στη «γωνία». Και ευκαιρίας δοθείσης, πέρασε στην επίθεση. Με τον τρόπο που μας έχει συνηθίσει το τελευταίο διάστημα. Με την τακτική της ισοπέδωσης. Με τη «μέθοδο της κόμπρας». Και προς επίρρωση τούτων, ιδού και το δείγμα της γραφής του:
 
Όταν ένας που καθημερινά αρθρογραφεί σε τοπική εφημερίδα και γράφει διάφορες εξυπνάδες, πρέπει να σταματάει το γράψιμο, μετά την έκθεσή του στην πολιτική και παίρνει μόνο 34 ψήφους σε ένα νησί με 10.000 κατοίκους. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνει τι λέω, αλλά μεγάλο παιδί είναι και θα προβληματισθεί.

Και φυσικά σε καταλαβαίνει το «μεγάλο παιδί», αγαπητέ μου Γιάννη. Και μάλιστα πάρα πολύ καλά. Και προβληματίζεται. Αλλά το χατίρι δε θα στο κάνει. Θα εξακολουθεί να γράφει τις «διάφορες εξυπνάδες» του –ευτυχώς χωρίς τον κίνδυνο της απόλυσης και της λογοκρισίας– και θα εξακολουθεί να εκτίθεται στο δημόσιο και πολιτικό βίο με μοναδικά εφόδια την καθαρή του συνείδηση και την πίστη του στην ανιδιοτέλεια.

Το «μεγάλο παιδί», καλέ μου φίλε, είναι «ταγμένο» στην υπόθεση της Αριστεράς από τα γεννοφάσκια του και δεν ενέδωσε ποτέ (το τονίζω: ποτέ!) στις σειρήνες της εξουσίας. Που –μεταξύ μας– ούτε λίγες ήταν ούτε και αμελητέες. Το «μεγάλο παιδί» δε «μάσησε» ποτέ σε ταξίματα και θέσεις. Δεν «έγλυψε» εκεί όπου «έφτυνε». Με τις μειοψηφίες ήταν πάντα. Με αυτές επέλεξε να ζει και να πορεύεται. Να τις συμπαραστέκεται και να τις υποστηρίζει. Με κάθε μέσο και με κάθε κόστος. Και να είναι δίπλα τους κάθε φορά που θα το καλέσουν και θα το χρειαστούν. Βλέπεις, αγαπητέ μου Γιάννη, σε αυτήν τη ριμάδα τη ζωή, υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που πάνω από το «πολιτικό συμφέρον», πάνω από το «ατομικό βόλεμα», βάζουν την αξιοπρέπεια και την τιμή τους.

Γι’ αυτό και τα βράδια κοιμούνται ήσυχα σαν τα πουλάκια. Και ξέρεις κάτι, ρε συ Γιάννη; Είναι πολύ όμορφο πράγμα να σε σκεπάζουν στον ύπνο σου 34 ψυχές. Σου γλυκαίνουν τα όνειρα…

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

ΑΠΟ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΑΡΞΑΣΘΕ



Ναι. Όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις είναι Πολιτικές. Και ως τέτοιες, τα κόμματα και οι δυνάμεις τους καθορίζουν εν πολλοίς και το αποτέλεσμα. Οι εκλογές όμως είναι και τα Πρόσωπα. Οι άνθρωποι που συμμετέχουν στους συνδυασμούς και τις παρατάξεις. Όλοι αυτοί που –κατά εκατοντάδες, πια– εκτίθενται στο δημόσιο λόγο και την «κοινή μας θέα». Και, τις περισσότερες φορές, τα Πρόσωπα είναι και ο καταλυτικός παράγοντας της τελικής έκβασης, αφού –κατά τεκμήριο– αντανακλούν το «σφυγμό» και την «ποιότητα» της ίδιας της κοινωνίας. Τα όσα ακολουθούν είναι μία πρώτη «ανάγνωση» των καθ’ ημάς εκλεγμένων και μία (ενδεχομένως και πρόωρη) πρόβλεψη για το τι… μας περιμένει. Από Προσώπου Άρξασθε λοιπόν!   

Θόδωρος Μαρκόπουλος. Μακράν ο σοβαρότερος όλων από αυτούς που διαθέτει η Νέα Δημοκρατία. Άνθρωπος υπεύθυνος, εργατικός, μετρημένος, ευγενής και προπάντων διαβασμένος. Κι αν σε αυτά όλα προσθέσω και το εξαιρετικό επίπεδο της πνευματικής του καλλιέργειας και Παιδείας, ουσιαστικά θα έχω περιγράψει τον άνθρωπο από τον οποίο περιμένω πολλά. Οι απαιτήσεις από τον κύριο Μαρκόπουλο ξεπερνούν κατά πολύ τα «συνηθισμένα». Μένει να το αποδείξει στην πρώτη του μεγάλη δοκιμασία.

Γιώργος Γραμμένος. Ή άλλως, αυτός ο άγνωστος. Ο «από το πουθενά» που βρέθηκε πρώτος σε σταυρούς προτίμησης στο (χαμηλής είναι αλήθεια… πτήσης) ψηφοδέλτιο της κυρίας Τσανάκα. Αλλά ίσως και να τον αδικώ. Γιατί τώρα θυμήθηκα ότι κάποτε υπήρξε ο κύριος «διαμεσολαβητής» στο να περάσει ο ΑΟΚ στα χέρια του Ψωμιάδη (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) και ότι πριν από δύο μήνες περίπου τον είδα να υποστηρίζει με τη φυσική του παρουσία τη σύναξη της νεοναζιστικής ακροδεξιάς ενάντια στην κατασκευή–αναστήλωση του Μεντρεσέ. Αυτά και… βλέπουμε.

Σταύρος Πεταλωτής. Η ολική επαναφορά! Ενίοτε και το τοπικό μας δράμα. Ήδη «πήρε» το αξίωμα από τη «σημαία» και πάει προς ΔΕΥΑΚ. Ποιος είπε ότι ο εφιάλτης περνάει μόνο μέσα από τις λεύκες; Είναι και το… νερό! Με ή χωρίς κανάτες (για όσους η μνήμη τους καλά κρατεί).

Αρχέλαος Γρανάς. Ήλθε, είδε και απήλθε. Το απόλυτο «πολιτικό τουρ» με όχημα την αυτοδιοικητική τού… AirBahal! Ακούγεται πως θα παραιτηθεί για να αναλάβει χρέη… πιλότου ο (ένας και μοναδικός) Γερομάρκος. Προφανώς, αυτόματου!

Δημοσθένης Τουλκίδης. Δεν τον ξέρω. Από τους «απόηχους» μόνον ότι πω. Λένε ότι είναι από τα «καλά χαρτιά» της Τσανάκα, ότι είναι «χαμηλών τόνων» και ότι «μετράει» πολύ τα λόγια και τις συμπεριφορές του. Κι επειδή οι «πηγές» μου είναι παραπάνω από αξιόπιστες, τις υιοθετώ όλες και συνυπογράφω.

Παράσχος Αγανικόλας. Εδώ τα πράγματα… σκουραίνουν. Στην ουσία έχουμε την είσοδο ενός κεκαλυμμένου χρυσαυγιτισμού στο Δημοτικό Συμβούλιο. Της εκλογής του προηγήθηκε εκείνο το απίθανο σόου στο Δημοτικό Συμβούλιο όπου –με την απίστευτη ανοχή και συγκατάθεση του Κωστή Σιμιτσή– έταζε επενδύσεις από τα κεφάλαια των… διαστημοπλοίων του Σώρρα. Δεν ξέρω αν είναι παρασυρμένος, ούτε και αν… ψεκάζεται. Ξέρω όμως ότι αυτό που εκπροσωπεί είναι πολύ επικίνδυνο. Όποτε, ας το έχουμε κατά νου κι ας αγρυπνούμε.

Μιχάλης Λυχούνας. Ότι είχα να πω, τα είπα πριν από δεκαπέντε ημέρες. Καλύτερα δεν μπορώ. Το θέμα τώρα είναι, πόσες (κυρίως) ψυχικές δυνάμεις έχει για να αντέξει (και να υποστεί) τη μετριότητα που του έλαχε. Ο Θεός να τον βοηθήσει...

Τέλος –και παρότι έχω χοντρό θέμα με τις διάφορες φεμινιστικές ανοησίες περί ποσοστώσεων– δε μπορώ να μη σχολιάσω την ανδροκρατία που επικρατεί στην καινούρια σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου. Πέντε γυναίκες σε ένα σύνολο σαράντα ενός Δημοτικών Συμβούλων (και όλες από τη συμπολίτευση), ε, δεν είναι και ό,τι το… ευγενικότερον. Εκτός κι αν η Δήμητρα το… πάρει όλο επάνω της!

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ ΤΑ... ΕΝΝΙΑΜΕΡΑ



Κοντά τριάντα τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι πήγαν την Κυριακή στην κάλπη και ψήφισαν για δήμαρχο της πόλης τους έναν υπόδικο. Τον ανέσυραν μέσα από τα βαθιά σκοτάδια του υποκόσμου και –ωσάν να μη γνώριζαν απολύτως τίποτε– επιβράβευσαν τον γκαγκστερισμό και τα μπραβιλίκια του, δίνοντάς του το 53%!

Δε με εκπλήσσει η κατάντια. Μπορεί να με θλίβει, μπορεί να με ανησυχεί, μπορεί και να με τρομάζει, αλλά δε με εκπλήσσει. Ο Μπέος δεν είναι κάτι που ξεφύτρωσε απότομα. Ούτε έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό. Έρχεται από πολύ μακριά και στις ρίζες του έχει πέσει πολύ συστημικό λίπασμα. Πολλά μπολιάσματα αμορφωσιάς και καφρίλας. Πολύ πότισμα ανοχής και λαϊφσταϊλισμού για να ανθήσει και να καρπίσει. Ο Μπέος είναι η εικόνα μιας χώρας που, για δεκαετίες τώρα, παραπαίει και ακροβατεί. Που δεν έχει ταυτότητα. Που βουλιάζει στους βάλτους της χυδαιότητας και του κοινωνικού εσμού. Η εικόνα μια χώρας που «κλείνει». Που κατεβάζει ρολά!

Το δεκάλεπτο βίντεο που από προχθές «κυκλοφορεί» στο διαδίκτυο (https://www.youtube.com/watch?v=NYtwGv6qsqE#t=295) είναι αποκαλυπτικό της Ελλάδας που θρέψαμε τόσα χρόνια αλλά, κυρίως, μιας Ελλάδας που έρχεται. Είναι ο απόλυτος «εθνικός μας αυτοεξευτελισμός». Το απόλυτο ξεχαρβάλωμα. Μπροστά του ωχριούν οι τσαμπουκάδες του Παναγιώταρου από εκείνη τη μαύρη νύχτα στο Χυτήριο. Ο γλωσσικός απόπατος του ναζιστή υποκλίνεται άφωνος στα μουγκρητά του «νικηφόρου τέρατος». Τα λεκτικά και νοηματικά σιχάματα της χρυσαυγίτικης πλέμπας και του φονικού περιθωρίου, γίνονται τώρα «πολιτιστικό must». Κραυγή αυτοδιοικητικής βαρβαρότητας και μισαλλοδοξίας.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Μπέος επέλεξε να γιορτάσει τη νίκη του κάνοντας ευθεία επίθεση στους ανθρώπους του Πολιτισμού και εκτοξεύοντας απειλές, ψεύδη και μπινελίκια, παρμένα από τον «πνευματικό βόθρο» των νεοελληνικών μας σκοταδιών. Ο Μπέος –κι επειδή κουτό δεν τον λες με τίποτε– γνωρίζει πολύ καλά ότι ο μόνος τρόπος για να αντισταθεί ένας λαός στο πολύμορφο έκτρωμα του αναγεννημένου φασισμού είναι μόνον η άσκησή του στα Γράμματα και τις Τέχνες. Και γι’ αυτό προσπαθεί να τα απαξιώσει από την πρώτη στιγμή. Να τα εξευτελίσει. Να τους δώσει «οσμή σκανδάλων». Να μιλήσει για «κοπρίτες» και για «πουτάνες της αρπαχτής». Και ταυτόχρονα –δράττοντας την «τρελή» ευκαιρία– να υποδείξει και το δικό του «πολιτιστικό μοντέλο». Το δικό του «πνευματικό ιδεώδες». Τη δικιά του «πραγματική κουλτούρα». Ήγουν, το κουμπαράκι του τον Καρρά, το Ρέμμο, τον Παντελίδη, τον Οικονομόπουλο… Κοινώς, να γίνει της… Πάολας!

Αλλά, για σκεφτείτε. Φταίει ο Μπέος; Για γυρίστε λίγο πίσω. Ποιοι ήταν εκείνοι που μας «φόρεσαν» πρώτοι το «μοντελάκι»; Ποιοι ήταν εκείνοι που ξεκίνησαν τον συλλογικό μας εκβαρβαρισμό; Ποιοι μας πρωτοκέρασαν τις «μυτιές της παρακμής»; Ποιοι διώξανε από τα σπίτια μας τις Ακυβέρνητες Πολιτείες και στη θέση τους μας έφεραν τα ξέκωλα της παραλιακής; Ποιοι αντικατέστησαν τον Ελύτη και τον Χατζιδάκι με τον Κωστόπουλο και τον Μαζωνάκη; Τη Ρεζάν με τη Λαμπίρη; Ποιοι δώσανε τις άδειες στους μιντιακούς «εργολάβους του σκότους»; Πώς λειτουργούν τόσα χρόνια τα τηλεοπτικά παραπήγματα της επαρχίας; Τα ραδιοφωνικά σκυλολόια; Πότε άρχισε το κακό; Πότε τα Κλικ και πότε τα Nitro; Πότε αρχίσαμε να γηπεδοποιούμε τον πολιτικό λόγο; Πότε αποθεώσαμε τον σελεμπριτισμό και πότε εδραιώσαμε την «εξουσία του κονέ»;

Αυτά και άλλα τόσα μας έφεραν μέχρις εδώ. Αυτά όλα μεταμόρφωσαν χιλιάδες ανθρώπους σε θεατές, σε κοινωνικά ξόανα, σε κύμβαλα αλαλάζοντα, σε όχλο, σε μισθωμένους πολίτες, σε νοικιαζόμενους ψηφοφόρους. Γυρίστε πίσω λοιπόν και κοιτάξτε τον εαυτό σας στον καθρέφτη της μνήμης. Δείτε τον στις πλατείες με τις πλαστικές σημαίες. Δείτε τον να προσκυνά σώβρακα και φανέλες. Δείτε τον να ξεφαντώνει στις πίστες και τα Βαρελάδικα. Να αδειάζει λίπη και πορτοφόλια στα στήθη μιας ταλαιπωρημένης ρωσιδούλας. Να σηκώνει αυθαίρετα στις παραλίες. Να λαδώνει εφορείες και πολεοδομίες. Να γίνεται από νάνος, «μεγάλος». Να σκούζει αγένεια, μαγκιές και κουραφέξαλα. Και να «ανεβαίνει». Ο «γαμάω». Ο «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε».

Αυτός είναι ο Μπέος, αδέλφια, μου και συγχωρέστε μου που απορώ γιατί δεν τον αναγνωρίζετε στον ίδιο σας τον εαυτό. Στα ίδια σας τα καμώματα…

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

ΣΙΜΙΤΣΗΣ VS ΤΣΑΝΑΚΑ



Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την… ανάποδη: γιατί άραγε έχασε ο Κωστής Σιμιτσής; Το πρώτο πράγμα που (αβίαστα) μου έρχεται στο μυαλό, είναι γιατί εξαντλήθηκε. Οι δύο τετραετίες (μείον κάτι) αποδείχθηκαν αρκούντως πολλές για τους ώμους του. Αν ήταν «προσγειωμένος», θα είχε θέσει από την αρχή χρονικό όριο θητείας την οκταετία και τώρα θα είχε αποχωρήσει με «ψηλά το κεφάλι». Δεν το έπραξε. Και το γεγονός ότι δεν το αντιλήφτηκε έγκαιρα, δείχνει και το μέγεθος της αυτογνωσίας του.

Ο δεύτερος λόγος είναι το τεράστιο έλλειμμα άρθρωσης σοβαρού πολιτικού (και, κατ’ επέκταση, αυτοδιοικητικού) λόγου. Έλλειμμα που διόγκωσε σε υπέρμετρο βαθμό η «κενού περιεχομένου» δημοτική του ομάδα. Συνέπεια τούτου; Το ακατάσχετο τσαλαβούτημα σε «ό,τι προέκυπτε», ο ανύπαρκτος σχεδιασμός που συχνά παρέπεμπε σε δραστηριότητες ερασιτεχνικού σωματείου, το θολό όραμα που κατά τεκμήριο εξαντλούνταν μέσα σε «σκηνοθετικά ευρήματα» και τεχνοκρατικές ημερίδες, η πυροτεχνικού τύπου αντιμετώπιση του δημόσιου χώρου, η «αίσθηση φιλανθρωπίας»  που συνόδευε το κοινωνικό του έργο.

Ο τρίτος –αλλά εξ ίσου σοβαρός– λόγος, η αχαρακτήριστη έπαρση και αλαζονεία που υπέδειξε τον τελευταίο χρόνο η επικοινωνιακή του ομάδα. Υφάκι, υπεροψία, ξερολιά και απαξίωση (στα όρια της ύβρης) των πολιτικών της αντιπάλων, συνέθεταν ένα «κλίμα εκνευρισμού» που, συνήθως, φανερώνει και σημάδια διοικητικής κόπωσης και απορρύθμισης. Δυστυχώς εδώ ο Σιμιτσής «έχασε» και το τελευταίο του πλεονέκτημα (κάποτε και προτέρημα): αυτό της πολιτικής του παιδείας και αγωγής.

Τέλος –και δεν είναι να το προσπερνάμε– μέρος από την ευθύνη της ήττας «χρεώνεται» και στην «κομματική του καταγωγή». Και μόνον η εικόνα με την «πρώτη θέση πίστα» των φθαρμένων στελεχών του ΠΑΣΟΚ στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις και ομιλίες, αρκούσε για να του γυρίσεις οριστικά την πλάτη.

Γιατί νίκησε η Δήμητρα Τσανάκα; Εδώ ο ποιητής σηκώνει τα χέρια ψηλά και αναφωνεί: Άγνωστο! Αν όμως για την «οικονομία του κειμένου» θα πρέπει να βάλω τα πράγματα σε μία λογική σειρά και ερμηνεία (πράγμα διόλου εύκολο), θα έλεγα πως το κατόρθωμά της οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι δεν… μιλούσε. Η κυρία Τσανάκα –συνειδητά ή όχι, μικρή σημασία έχει– κατάφερε να μετατρέψει ένα έμφυτο μειονέκτημά της σε προτέρημα. Και στην περίπτωσή της, βρήκε απόλυτη δικαίωση το σοφόν περί… σιωπής και χρυσού! Άλλωστε, χίλιες φορές η «βουβαμάρα» από την όποια σαχλαμάρα και κοτσάνα κυκλοφορεί στου καθενός το… ακατοίκητο. Αφήστε που δεν πρόκειται να σε εκθέσει ποτέ!

Δεύτερος λόγος; Η κινητοποίηση του «κοινού» της. Η κυρία Τσανάκα απευθύνθηκε σε ένα κομματικό ακροατήριο που το γνώριζε πολύ καλά. Ήταν η εκλογική μάζα των 60 plus, την οποία (κατά πώς φάνηκε) την «έπαιζε» στα δάχτυλά της, μιας και εν δυνάμει «πελατεία» της! Κι αν συνυπολογίσουμε τα υψηλά ποσοστά υπερήλικων ψηφοφόρων –δείγμα και της αστικής μας γήρανσης– τότε το «παζλ της επιτυχίας» αρχίζει σιγά–σιγά να συμπληρώνεται.

Τρίτος (αλλά ουχί έσχατος) λόγος, δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τον ίδιο της το χαρακτήρα. Η κυρία Τσανάκα «πούλησε» αυτό που πραγματικά είναι. Χωρίς στολίδια, χωρίς υπερβολές, χωρίς δηθενιές. Έκανε στυλ την πηγαία αυθεντικότητά της. Γι’ αυτό και δεν «κώλωσε» να «επιδείξει» ελεύθερα και ανοιχτά όλα της τα προσόντα. Ευάλωτα και μη. Είτε προβάλλοντάς τα μέσα από τα είδη της στιλιστικής της παρόρμησης (ή άλλως πώς) είτε μετατρέποντας τη λαϊκή οικειότητα σε μία αγαπητική σεκάνς… προσωπικής νοσοκόμας!

Κέρδισε όμως και για έναν άλλο, πολύ σημαντικό λόγο: γιατί η πόλη συντηρικοποιείται συνεχώς. «Αδειάζει» από δημιουργία και νεύρο. Αποξεραίνεται και μιζεριάζει. Χάνει σε σφρίγος και διάθεση. Αυτό όλο μπορεί να σου «δίνει» ψήφους, αλλά –κακά τα ψέματα– σου κόβει και την… Ανάσα. Και όσο να ‘ναι, με τόσες παρηκμασμένες φιγούρες γύρω σου, λιγάκι δύσκολο να βρεις και να δώσεις οξυγόνο. Ενίοτε και να πάρεις…

Τα υπόλοιπα, από Σεπτέμβριο και μετά. Γεροί να είμαστε…

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΡΥΣΟΥΛΑ...



Μπορεί το παραπολιτικό ενδιαφέρον των Δημοτικών Εκλογών να εστιάζεται συνήθως στις «πρωτιές» των ψηφοδελτίων, μπορεί οι «πεντάδες» της κορυφής να τροφοδοτούν πλείστους όσους σχολιασμούς (από ευτράπελους έως κακεντρεχείς) αλλά μερικές φορές, αρκεί ένα όνομα από την «ουρά» του ψηφοδελτίου για να «σημαδέψει» το ήθος και την ποιότητα μιας ολόκληρης παράταξης.

Το όνομα που (στην κυριολεξία) «κατεδάφισε» τον «πολιτιστικό μύθο» της «Ανοιχτής Πόλης» και ακύρωσε όλη τη «ρητορική της ευαισθησία» (που αδιακρίτως και κατά κόρον πρόβαλε προεκλογικά ο Κωστής Σιμιτσής) ήταν αυτό της Χρυσούλας Βακιρτζή.

Το είπα και προεκλογικά. Η υποψηφιότητα της Χρυσούλας υπερέβαινε τα στενά όρια ενός ψηφοδελτίου. Για τους περισσότερους δε, ήταν ο υπέρτατος συμβολισμός. Και ως τέτοιος, όχι απλά έπρεπε να «προστατευτεί», αλλά να «ανέβει βάθρο». Να εκλεγεί. Να τιμηθεί και να πρωτεύσει! Κι αν οι παρουσίες της στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου ήταν (εκ των πραγμάτων) δύσκολες, δε χάλασε δα και ο κόσμος. Ας ήταν και μερικές φορές «κενή» η θέση της. Έστω και έτσι, η απουσία της θα νοηματοδοτούσε ένα καινούριο «τοπικό συναίσθημα», μία νέα φωτεινή αντίληψη για το τι σημαίνει ανθρώπινη δύναμη, πολιτισμός και δημιουργία.

Στην πλάτη της Χρυσούλας όμως «παίχτηκε» η πιο άγρια και άγαρμπη πολιτική εκμετάλλευση. Η παρουσία της προβλήθηκε μέσα από έναν ιδιότυπο «επικοινωνιακό οίκτο» που ακύρωνε συνεχώς την πνευματική της προσωπικότητα και τον τιτάνιο μοναχικό και ψυχικό της αγώνα. Και κάπως έτσι, ξεδιάντροπα και ανερυθρίαστα, την έριξαν στην προεκλογική αρένα με συνυποψήφιούς της τους «λύκους» και τα «αγρίμια». Ποιος να γυρίσει να κοιτάξει και να νοιαστεί για τη Χρυσούλα; Εκείνοι που «καίγονταν» για το ατομάκι τους; Οι παλιές και οι νεοφώτιστες ΕΓΕς; Ή οι άλλοι που μέσα σε μία νύχτα βρέθηκαν από την αφάνεια και τη μετριότητα στα πόστα και την εξουσία; Χωρίς κοινωνικό έρμα, χωρίς μέτρο, χωρίς φραγμούς… Γι’ αυτό και ακατόρθωτο, μέσα σε δύο μήνες να μετατραπεί η τοπική νομενκλατούρα σε Ήθος. Η «πολιτική σαχλαμάρα» σε Παιδεία. Ο «πολτός» σε Πρόσωπο.

Στην περίπτωση της Χρυσούλας Βακιρτζή, αυτός που εκτέθηκε ανεπανόρθωτα ήταν ο ίδιος ο Κωστής Σιμιτσής. Αυτός είναι ο κύριος υπεύθυνος για τον τρόπο με τον οποίο την «άδειασαν» και την «έκαψαν». Γιατί, δικιά του ήταν η επιλογή της συμμετοχής της στο ψηφοδέλτιο και δικιά του (εξ ολοκλήρου) θα έπρεπε να ήταν και η «ευθύνη της προστασίας».

Αλλά, τι ψάχνω θα μου πείτε. Εδώ πρώτος είναι ο Μιχαλάκης…

Υ.Γ.:
Το κείμενο αυτό γράφτηκε «ερήμην» του εκλογικού αποτελέσματος της δεύτερης Κυριακής. Νομίζω όμως, πως μικρή σημασία έχει η έκβασή του…