Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΑΤΙΜΑΣ



Η φωτογραφία αυτή, από την παρέλαση της 25ης Μαρτίου στον Πειραιά, δημοσιεύτηκε την περασμένη Παρασκευή στην πίσω σελίδα της «Νέας Εγνατίας», σχολιασμένη με τη γνωστή ιλαρή (ενίοτε και προβοκατόρικη) διάθεση του ανορθόγραφου Δαίμονα. Επειδή όμως ένα τέτοιο «μνημείο» νεοελληνικής κακογουστιάς προξενεί ποικίλους ερεθισμούς, θεώρησα ότι αξίζει και μίας άλλης, ξεχωριστής… περιποίησης. Γι’ αυτό και την επαναφέρω.

Κατ’ αρχάς, μερικές παρατηρήσεις ιστορικού, αισθητικού και… καλλιτεχνικού (στα όρια της… show biz) ενδιαφέροντος. Πρώτον: αρχαίοι σε πομπή για το «Αθάνατο ‘21», πρώτη φορά. Τέτοια φαντασία ούτε ο Σκυλίτσης επί επαράτου. Δεύτερον: οι στολές πιο πολύ θυμίζουν Ρωμαίους του Αστερίξ (κοινώς… λουμπίνες), παρά αντρειωμένους Λακεδαιμόνιους. Τρίτον: η όλη έμπνευση θα μπορούσε να αποτελέσει και ζωντανή διαφήμιση του 300 νούμερο 2. Τέταρτον: ο συνδυασμός με τις προπορευόμενες λυγερόκορμες, καθιστά τη στιγμή εξόχως αποκαλυπτική. Να ήταν η μάνα του Λεωνίδα… καραγκούνα; Πέμπτον: έχω την εντύπωση (έως σιγουριά) ότι τέτοια σανδάλια φορούσε ο Σπηλιωτόπουλος στη Μύκονο. Λέτε;

Πιστέψτε με, θα ήθελα να το ρεζιλέψω και άλλο το «σκηνικό», αλλά είμαι υποχρεωμένος να σας τη «σπάσω» με τα σοβαρά, μιας και όλο αυτό το καρακατσουλιό που παρήλασε «στο άνετο» και «στο ελεύθερο» επί της κεντρικής λεωφόρου του Πειραιά, δεν είναι ούτε για γέλια ούτε για… χαλάρωση! Περιγράφει με τον πιο οδυνηρό (και εκκωφαντικό) τρόπο, ό,τι πιο τραγικό μπορεί να μας συμβεί ως χώρα και ως πολιτισμό. Διότι μπροστά μας δεν «περνάει» απλά το άγημα πέντε «περήφανων κάφρων» (ο ένας μάλιστα και χωρίς… περικεφαλαία), αλλά όλο το «εθνικό μας χάλι». Όλη μας η υπανάπτυξη. Όλο αυτό το απίθανο ιδεολογικοπολιτικό τσίρκο που (ξανα;)βγαίνει, θαρρείς, μέσα από τα χουντικά βάθη της 4ης Αυγούστου και τις γιορτές πολεμικής αρετής του Παπαδοπουλικού σκότους.

Το ότι πέντε γραφικοί μαντραχαλάδες πήραν τα ακόντια, τις ασπίδες και τις χλαμύδες και πήγαν να προβάλλουν καρναβαλικώς την «αρχαιοελληνική τους καταγωγή», ενδεχομένως να μη «σήμαινε» και τίποτε, αν –και εδώ αρχίζουν τα μεγάλα ζόρια– η υποδοχή τους από το φιλοθεάμον κοινό δεν ήταν τόσο αποκαλυπτική της κατάντιας και του… τερματισμού μας! Και δε μιλάω για τα χειροκροτήματα και τον ενθουσιασμό. Δε μιλάω για το ρεκόρ ψηφιακής απαθανάτισης. Δε μιλάω καν για το παραλήρημα του αγράμματου εκφωνητή των… δρώμενων. Μιλάω για εκείνη τη «σημειολογική ανατριχίλα» όπου το τρισευτυχισμένο –και εθνικά παλλόμενο– κοινό  έχει γυρίσει την πλάτη στο αρχιτεκτονικό κόσμημα του Δημοτικού Θεάτρου και το πρόσωπό του είναι στραμμένο στα απέναντι γραφεία της Χρυσής Αυγής!

Κι όποιος το κατάλαβε, το κατάλαβε.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

ΕΠΗ ΓΕΡΟΜΑΡΚΟΥ



Τελικά, με αυτόν τον Γερομάρκο δεν «τερματίζεις» ποτέ! Και με τίποτε δε μπορείς να είσαι βέβαιος ότι μαζί του τα έχεις «δει όλα». Εκεί που λες, πάει, μας «ξεφούσκωσε» ο αυτοδιοικητικός (και θεματικός) τιτάνας, βγαίνει ξαφνικά από το απόλυτο πουθενά του και σου «φτιάχνει» το κέφι για όλο το Σαββατοκύριακο (συν την ημέρα της Εθνικής Επετείου).

Ακούστε λοιπόν τι πήγε και σκαρφίστηκε ο αθεόφοβος για να δικαιολογήσει (για πολλοστή φορά) την πολιτική του ύπαρξη. Τα Δικά Μας Πιάτα, αδέλφια! Ναι, όπως ακριβώς το ακούσατε! Τα Δικά Μας Πιάτα! Κι επειδή δεν είστε διόλου υποχρεωμένοι (αυτό μπορείτε να το συμπεριλάβετε στα τυχερά σας) να ασχολείστε με τα πονήματα του εν λόγω φωστήρα, σπεύδω αμέσως να σας ενημερώσω για το νέο τουριστικό του πρότζεκτ. Προσδεθείτε!

Τα Δικά Μας Πιάτα, που λέτε, είναι μία πρωτοβουλία στενού συνεργάτη του κυρίου Γρανά (καθότι Αντιπεριφερειάρχης με τόση μεγάλη δραστηριότητα δε νοείται χωρίς συμβούλους και συνεργάτες) την οποία υιοθέτησε αμέσως ο κύριος Γερομάρκος και την ενέταξε κατευθείαν στο βαρύ (κι ασήκωτο) πρόγραμμά του. Τι θα είναι αυτά τα… πιάτα; Μας τα «αφηγείται» με όλες του τις λεπτομέρειες, το ρεπορτάζ της Πρωινής: στο γραφείο του αντιπεριφερειάρχη Αρχέλαου Γρανά, που απουσιάζει στην έκθεση τουρισμού της Μόσχας (αυτή κι αν είναι κούραση) έγινε χθες το μεσημέρι συνάντηση τοπικών φορέων με στόχο η Καβάλα να αποκτήσει τα δικά της πιάτα. Τα δικά της εδέσματα που θα προσφέρονται ως πιάτα της Καβάλας, σε όλα τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, στις πόλεις. Με την ίδια πρωτοβουλία, πάντα σε πιλοτική βάση, τα δικά της πιάτα αποκτά η περιοχή των Κρηνίδων, δηλαδή ο πρώην Δήμος Φιλίππων.

Αν ακόμη δεν «πιάσατε το νόημα» της μεγαλοφυούς ιδέας, σας την παραθέτω αυτολεξεί και απ’ ευθείας: Για τα πιάτα του Δήμου Καβάλας η πρόταση των εστιατόρων που έγινε δεκτή, αναφέρεται σε πιάτα με ψαρομεζέδες, όπου θα ξεχωρίζουν η σαρδέλα παντρεμένη, το μυδοπίλαφο, τα αχνιστά σκυλάκι και βάτος, και το πιάτο με κρέας, σουβλάκι μαριναρισμένο με μέλι και κρασί, σε ξυλάκι από δενδρολίβανο. Όσο για την περιοχή του πρώην Δήμου Φιλίππων… το τοπικό πιάτο θα έχει  θέμα το σαλιγκάρι που μπορεί να μαγειρευτεί με πολλούς και διάφορους τρόπους.

Κάπως έτσι η Καβάλα (όχι, αυτήν τη φορά δεν την είπαν «γαλάζια πολιτεία») μπαίνει δυναμικά στο «γαστρονομικό χάρτη» της χώρας και αποκτά τα δικά της εδέσματα! Βέβαια (κι αυτό σας παρακαλώ να μείνει πολύ μεταξύ μας γιατί δε γουστάρω τώρα προεκλογικά να μου φορτώσουν την ρετσινιά του… αντικαβαλιώτη), όλα αυτά τα πρωτότυπα και τα σουξεδιάρικα τα βρίσκει ο καθένας (που έχει ακόμη λεφτά) εν αφθονία σε δεκάδες ταβέρνες της Δράμας και της Ξάνθης οι οποίες, ως γνωστόν, στερούνται από κτίσεως κόσμου του θαλασσινού στοιχείου.

Τι απομένει; Η γαμάτη πρόταση με το σουβλάκι από μέλι, κρασί και… ξυλάκι δενδρολίβανου (τρέμε Κούλη και Δεληκάρη) και φυσικά τα φιλιππήσια (μπλιαχ) σαλιγκάρια! Άντε μωρέ. Να δω το Μπαντέμ να γεμίζει από τουρίστες που θα δοξάζουν σε ολονυχτίες τον Γερομάρκο για τα σαλιγκάρια (με κέλυφος) κι ας «κλείσω» μια για πάντα ως… πικρόχολος.

Έως εκείνη τη στιγμή όμως (που πολλοί θα την ήθελαν), σας παραδίδω στον ίδιο τον «θεματικό» ο οποίος, ως είθισται, θα μας δώσει το τελειωτικό (;) χτύπημα, μέσω της πολιτικής αναλύσεως της πρότασης και πάντα με τον απαράμιλλο γλωσσικό του πλούτο. Όλος δικός σας:  Είναι (το πιάτο) ένα θέμα που έχει συζητηθεί εδώ και αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα (για να δείτε με τι σημαντικά πράγματα ασχολούνται οι άνθρωποι) και έχει να κάνει με το τοπικό (και όχι με το… αλλοδαπό) πιάτο και την γαστρονομία της περιοχής. Ήταν ένα ζήτημα το οποίο βρίσκαμε συνεχώς μπροστά μας (σαν φάντη μπαστούνι ένα πράμα) και στην προβολή της περιοχής. Προσπαθούσαμε (να και ο ιδρώτας) να έχουμε ένα τοπικό πιάτο, να έχουμε τοπικό πρωινό (μπΟγάτσα ρεεεε) κυρίως με τοπικά προϊόντα. Αυτή η διαδικασία πλέον είναι σε καλή βάση (ουφ, και με είχε φάει η αγωνία) και εδώ τώρα συζητήσαμε για το πώς αυτό το πιάτο (άντε πάλι) το οποίο πλέον έχει επιλεγεί σε συνεργασία όλων των φορέων θα παρουσιαστεί στην τοπική κοινωνία της Καβάλας (μέχρι για μπιενάλε το κόβω) και πως θα κατοχυρωθεί, ώστε όλοι οι χώροι της εστίασης να μπορούν και να το παραγάγουν (το πιάτο;) αλλά και να το δώσουν στους πελάτες τους (που τους ψάχνουν με τα κιάλια)…

Τώρα, γιατί μετά από όλα αυτά, εμένα μου ήρθε όρεξη για ένα… γιαουρτάκι, ούτε που το ξέρω.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ



Δεν ξέρω γιατί, αλλά τα τελευταία χρόνια, όσο οι μέρες κοντοζύγωναν στις 25 του Μάρτη, το μυαλό μου πήγαινε πάντα στα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη. Θυμόμουν τις στιβαρές του διηγήσεις από τα Καπάκια, τα «απόκρυφα» της Φιλικής Εταιρείας έτσι όπως μοναδικά τα «αφηγούνταν» η αδυσώπητη έχθρα του Εμμανουήλ Ξάνθου με τον Αναγνωστόπουλο και, φυσικά, το κορυφαίο χρονικό από την αυτοβιογραφία του κοτζάμπαση της Γορτυνίας Κανέλλου Δεληγιάννη.

Όμως, τα έφερε έτσι η ζωή και από το Μάρτη αυτόν, ο Κωστής Παπαγιώργης δε μένει πια εδώ. Έφυγε στα 67, μετά από μία σύντομη, αλλά επώδυνη, μάχη με τον καρκίνο, κουβαλώντας ίσως μαζί του λίγα από τα αγαπημένα του Santé και κανένα μπουκάλι ρούμι για να γιορτάσει εκεί πάνω την απρόσμενη άφιξη.

Με τα βιβλία του Παπαγιώργη «κόλλησα» από τότε που ο Αργύρης Μπακιρτζής μού «σύστησε» το εμβληματικό έργο για τον προύχοντα της Γορτυνίας. Ταξιδεύαμε με το παλιό Θάσος VI μέσα σε ένα ολοκόκκινο σούρουπο και ήταν πάλι Μάρτης μήνας. Η «γνωριμία» υπήρξε καταλυτική. Τη συναρπαστική μαρτυρία του Κανέλλου Δεληγιάννη τη «ρούφηξα» μονομιάς. Σελίδα τη σελίδα, λέξη τη λέξη, τα έπη από τα ηρωικά σχολικά αναγνώσματα για την Επανάσταση, θα εκπέσουν εντελώς. Ο Παπαγιώργης θα «αναψηλαφήσει» ιδανικά την «ιστορική αλήθεια» και θα παραδώσει ένα έργο–πρότυπο στην ελληνική δοκιμιογραφία. Χωρίς στεγανά, χωρίς απλουστεύσεις, χωρίς υπεκφυγές και χωρίς «πατριωτικές ενθαρρύνσεις».

Άνθρωπος των παθών ο ίδιος (ανατρέξτε στο Περί Μέθης και θα καταλάβετε), θα «μεριμνήσει» αλλιώς για τα πρόσωπα της ιστορίας. Στο έργο του, όλα σχεδόν καταμαρτυρούν την «αδυναμία». Το «ευάλωτο» της ανθρώπινης φύσης. Τη «μέσα τρικυμία». Για τον Παπαγιώργη, πουθενά δεν υφίσταται η έννοια του «ήρωα». Οι πρωταγωνιστές των βιβλίων του «κατοικούν» στα «απόκρημνα της ζωής». Στο όριο μεταξύ «νίκης» και «ήττας». «Αγάπης» και «μίσους». «Θυσίας» και «προδοσίας». Αυτή η «ψυχοδιάσταση» της ιστορικής αφήγησης είναι που τα κάνει –εκτός από πολύτιμα– και τόσο… διδακτικά.

Πάνω απ’ όλα όμως, αυτό που «χρωστάω» εξ ολοκλήρου στον Κωστή Παπαγιώργη, είναι η «σχέση» που οικοδόμησα με το έργο του Ντοστογιέφκσι. Γιατί, πάνω στη δικιά του «ματιά» στερέωσα τις «ώριμες αναγνώσεις» μου με τα αριστουργήματα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Με τις δικιές του «ορμήνιες» ο Ρασκόλνικωφ και ο Ιβάν Καραμαζώφ «βγήκαν» από το «άμοραλ σκηνικό» της πρώτης εμπειρίας. Αυτός «μερίμνησε» για την απρόσμενη «αυτοθεραπεία» από τους Δαιμονισμένους και το Αναμνήσεις από το Σπίτι των Πεθαμένων. Για μία μέθοδο μοναδικής αυτοκάθαρσης.

Ο Κωστής Παπαγιώργης έφυγε από τη ζωή στις 21 Μαρτίου, μία ημέρα μετά τα γενέθλιά του! Πόσα σημάδια αλήθεια μέσα σ’ αυτόν το μήνα…

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

ΟΙ ΚΟΜΠΑΡΣΟΙ ΤΩΝ "ΠΑΤΡΙΩΤΩΝ"



Όπως και να ‘χει, ό,τι και να γίνει, όσο και να φωνάζουν (έως και να… μουγκρίζουν) ορισμένοι, η αναπαλαίωση του Μεντρεσέ, αργά ή γρήγορα, θα γίνει. Και ορθά και εύγε σε όσους επιμένουν και αντιστέκονται στην επικοινωνιακή λαίλαπα της αμορφωσιάς και του αχαλίνωτου βερμπαλισμού. Αυτό όμως που μένει από τον «ξεσηκωμό», τις «απειλές», τις «σφαγές» και τις «εκτονώσεις», είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει όλους. Σαν άτομα και σαν κοινωνία. Το ότι σήμερα μία περιθωριακή (πολιτικά, πνευματικά και αισθητικά) γκρούπα της ακροδεξιάς καταφέρνει, μέσα από μία υστερική και γραφική ατζέντα φόβου και καπηλείας, να βρίσκεται στο επίκεντρο της προεκλογικής περιόδου, υπερβαίνει τα όρια του «φυσιολογικού» και θέτει σε άμεση δοκιμασία της «δημοκρατικές μας αντοχές».

Σε αυτήν τη «μάχη», οι πρώτοι που «παρέδωσαν όπλα» ήταν οι «πολιτικοί γίγαντες» της Νέας Δημοκρατίας, με πρώτο και καλύτερο τον κύριο Κλειτσιώτη που έσπευσε (μην και χάσει) να ταυτιστεί δημόσια με τις «κραυγές» και τα «γκρεμίσματα», επισείοντας (εμμέσως πλην σαφώς) και τον… οθωμανικό κίνδυνο! Κι αν ο εν λόγω «αστέρας» μπορεί να δικαιολογηθεί ένεκα και του ακαταλόγιστου, η σιωπή των υπολοίπων (έμπειρων και… μπασμένων) «βγάζει μάτι». Τα τοπικά της στελέχη το έριξαν στο… σφύριγμα και στο «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε», ενώ οι (κατά παράδοση) λαλίστατοι Παναγιωτόπουλος και Καλαντζής, το γύρισαν στο… τσάμικο.

Στη συνέχεια –και με την ένταση των ημερών να «χτυπάει κόκκινο»– η εκλεκτή (;) της Νέας Δημοκρατίας για το δήμο της Καβάλας «σέρνεται» με τη σειρά της σε ένα επικίνδυνο «παιχνίδι σκοπιμοτήτων» και στέλνει αντιπροσωπεία του συνδυασμού της στη φασιστοσύναξη των εγχώριων παραφυάδων της Χρυσής Αυγής. Πράξη με «βαρύ» πολιτικό συμβολισμό και δείγμα (προφανώς) της γενικότερης ανασφάλειας που διακατέχει το αυτοδιοικητικό της εγχείρημα. Όπως και να «μετρηθεί» όμως, η στάση αυτή της συμπαθούς Δήμητρας κομίζει έναν «ιδεολογικό αυτοσχεδιασμό» που αναθαρρεύει τους διχασμούς και τις μισαλλοδοξίες. Γι’ αυτό και είναι διπλά επικίνδυνος.

Οι μόνοι που φαίνεται να μην πτοούνται διόλου από το «συνοικέσιο» με τον όχλο των φασιστοειδών είναι ο κύριος Παππάς και ο κύριος Δεληγιάννης. Κι αν ο δεύτερος χρήζει πλέον ταχείας ψυχαναλυτικής μέριμνας, ο πρώτος –και παρά την αναμφισβήτητη εξυπνάδα του– έχει εγκλωβιστεί σε ένα «εθνικιστικό τρυπάκι» που, όπως λένε και τα… δείγματα, τον έχει καθηλώσει σε ποσοστά δυσανάλογα της δυναμικής και της εμπειρίας του.

Το ότι σήμερα οι τρεις από τους τέσσερεις υποψηφίους (και με τον Μάκη Παπαδόπουλο να κρατάει… σθεναρές ισορροπίες) φλερτάρουν ανοιχτά με τα φιλοχουντικά μπουμπούκια, είναι ίσως το μεγαλύτερο όνειδος για την πόλη και την δημοκρατία. Και άσχετα με το αποτέλεσμα που θα προκύψει από την κάλπη, το στίγμα αυτό θα μας βαραίνει όλους μας. Καθότι και βαθιά κοιμισμένοι, κατά πώς λέει και εκείνος ο μαυροντυμένος της παλαιοημερολογίτικης σέχτας.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Σχεδία Ανθρωπιάς



Ήταν ένα γλυκό σούρουπο στην παραμυθένια παραλία της Θεσσαλονίκης. Ποδηλάτες, ζευγαράκια αγκαλιασμένα στα παγκάκια, μεσήλικες που κουβαλάνε ακόμη τον απόηχο μιας χαμένης αστικής παράδοσης, οι αθλητές του Ναυτικού Ομίλου, δύο νέοι που παίζουν μουσική, τα γέλια από μια παρέα αφρικανών, ένας δρομέας με τα γουόκμαν… Και κάπου εκεί, την ώρα που πίσω από την υγρασία του Θερμαϊκού ξεμύτιζε η φιγούρα του Λευκού Πύργου, ένα κορίτσι που φεγγοβολούσε από χαρά –ήταν δεν ήταν τριάντα χρονών– με ρώτησε ευγενικά αν θα ήθελα να αγοράσω το περιοδικό που κρατούσε στα χέρια της.

Δίστασα, αλλά ήταν τέτοια η γλύκα και η σεμνότητα της φωνής της που, αυθόρμητα, κοντοστάθηκα για να το δω. Στην άκρη του κόκκινου φόντου διέκρινα την λέξη Σχεδία. Ο τίτλος, υπέθεσα, από ένα «περιοδικό δρόμου». Πριν προλάβω να πω κάτι, ήρθαν οι πρώτες συστάσεις. Ανέβηκε και στην Θεσσαλονίκη, μου είπε…, μαζί με τους αστέγους!

Δηλαδή; Η Ευγενία –που μου συστήθηκε αμέσως– δε χρειάστηκε άλλη ερώτηση. Άρπαξε την ευκαιρία κι άρχισε να μου εξηγεί με λεπτομέρειες τι είναι αυτό το περιοδικό. Η ιδέα για την έκδοσή του ρίχτηκε πριν από ένα χρόνο από τα μέλη της ΜΚΟ Διογένης, η οποία από το 2010 υποστηρίζει με αξιοθαύμαστες δράσεις τους αστέγους και τους αποκλεισμένους της Αθήνας, προσπαθώντας να τους επανεντάξει στον κοινωνικό ιστό της πόλης. Στην έκδοσή του συμμετέχουν μόνον άστεγοι, το πουλάνε οι ίδιοι και από τα 3 ευρώ της αξίας του, το 1,5 πηγαίνει στα έξοδα της έκδοσης και το υπόλοιπο στο συλλογικό τους ταμείο!

Με αυτόν τον τρόπο, ένας μεγάλος αριθμός αστέγων έχει τη δυνατότητα να απασχολείται σχεδόν καθημερινά με την προετοιμασία ενός περιοδικού (άρα να εισπράττει την ικανοποίηση της δημιουργίας) και ταυτόχρονα να εξοικονομεί από τη διάθεσή του μία αμοιβή για τα προσωπικά του έξοδα.

Αυτοί, λοιπόν, οι μέχρι χθες «αόρατοι» άνθρωποι, ξαναπιάνουν το νήμα της ζωής και της ελπίδας μέσα από ένα περιοδικό που σφύζει από κέφι και μεράκι. Ένα περιοδικό που τους βάζει ξανά στο παιχνίδι της συμμετοχής και τους δίνει από την αρχή την αίσθηση του «ανήκειν».

Και ‘συ; Άστεγη και ‘συ; Χαμογέλασε λίγο και ύστερα έγνεψε καταφατικά. Ναι, αλλά τώρα δεν φοβάμαι πια. Έχω φίλους, έχω παρέες, έχω και την Σχεδία…

Ήθελα να τη σφίξω στην αγκαλιά μου, αλλά καμιά φορά τα δάκρυα δεν είναι καλό να τα βλέπουν οι άλλοι. Της υποσχέθηκα μόνο ότι θα γραφτώ συνδρομητής και βγήκα προς τη Βασιλίσσης Όλγας…