Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ...



Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα που καταγράφονται στον προεκλογικό χάρτη του δήμου Καβάλας και με τον πίνακα των υποψηφίων να «κλείνει» (οριστικά;) με τις «έξι συν μία» ανακοινώσεις (όπου «μία» η αναμενόμενη του ΚΚΕ), είναι νομίζω μία καλή  ευκαιρία για να καταγραφούν οι πρώτες εκτιμήσεις των όσων (σοβαρών ή αστείων) έχουν προκύψει μέχρι σήμερα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Το κυρίαρχο και σημαντικό στοιχείο που «φέρνουν» αυτές οι εκλογές, είναι η ολοκληρωτική εξαφάνιση του άλλοτε κραταιού και παντοδύναμου ΠΑΣΟΚ. Με εικοσιτέσσερα χρόνια εξουσίας στην «πλάτη» της Τοπικής μας Αυτοδιοίκησης μάς «αποχαιρετά» με την… ουρά στα σκέλια. Γι’ αυτό και η προσπάθεια των μέχρι χθες «βαμμένων πασόκων» να αποκτήσουν φυσιογνωμία… ανεξάρτητου, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να χαρίζει άφθονο γέλιο και υψηλές επιδόσεις σε ειρωνικούς σχολιασμούς.

Από την άλλη πλευρά, η Νέα Δημοκρατία βιώνει τον «κομματικό της διχασμό» και τη διαχρονική της αδυναμία να υπερβεί τις «πλαγιοκοπίσεις» των φιλόδοξων (ή και… μωρό-φιλόδοξων) στελεχών της, με αποτέλεσμα να «σέρνεται» πίσω από τις δικές τους πρωτοβουλίες. Κατά τεκμήριο, διόλου… άδολες.

Εν μέσω αυτών, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει τη δημοσκοπική του υπεροχή με τη λογική του «ώριμου φρούτου». Μπορεί η Συμπαράταξη Πολιτών να υπήρξε η πιο «ζωηρή» αντιπολίτευση και η πιο «λειτουργική» δημοτική ομάδα, ωστόσο αυτό από μόνο του μοιάζει να μην είναι αρκετό για να τη θέσει αυτομάτως και στο επίκεντρο των εξελίξεων. Ή και του… ενδιαφέροντος.

Επί προσώπων;

Ο Κωστής Σιμιτσής –χωρίς πια την «κομματική ομπρέλα» του ΠΑΣΟΚ– καλείται να ανταπεξέλθει στον «εκλογικό του μονόδρομο» (που δεν είναι άλλος από την επανεκλογή του) με τα μόνα εφόδια που του έχουν απομείνει: το προσωπικό του κύρος και το έργο της οκταετίας. Κι αν για το πρώτο θα μπορούσαν πολλοί να… ομονοήσουν, για το δεύτερο δύσκολα κάποιος θα ρίσκαρε την εμπιστοσύνη του.  Υπέρ: η αναγνωρισιμότητα, το επικοινωνιακό του χάρισμα, ο μηχανισμός της οκταετίας, η αστική του καταγωγή, οι κοινωνικο(θρησκευτικές) του διασυνδέσεις. Κατά: η απουσία έργων ουσίας (εμβληματικών και μη), η «χαλαρότητα» (έως… παραδόσεως) στις κυβερνητικές επιλογές, το έλλειμμα ποιοτικών στελεχών, η φυσιολογική (ενίοτε και ανεπανόρθωτη) φθορά των οκτώ χρόνων διοίκησης.

Ο Άρης Βέρρος «βάζει πλώρη» για τη μεγάλη ανατροπή, με αφετηρία όχι το 7% των περασμένων δημοτικών εκλογών, αλλά τον «εκλογικό βατήρα» του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό –και για όσους ξέρουν από εκλογές– δεν είναι απαραίτητα και θετικό, αφού ο κίνδυνος να παγιδευτείς σε «εφησυχαστικές πλάνες» ελλοχεύει από παντού. Συν την ψυχολογική πίεση που δημιουργούν οι προσδοκίες για κάτι που προέκυψε… ξαφνικά. Ο ίδιος, ενδόμυχα ίσως, φαίνεται να μη νοιώθει «σιγουριά» στο «κομματικό μαξιλάρι» και προσπαθεί να κρατήσει το ρόλο και τη λειτουργία της παράταξής του στα αμιγώς αυτοδιοικητικά της όρια. Σοφό, έτσι κι αλλιώς. Υπέρ: η μακροχρόνια θητεία του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, η συνεχής δραστηριότητά του εντός και εκτός Δημοτικού Συμβουλίου, η συμπαγής «ομάδα υποστήριξης» και η ποιότητα των συνεργατών του. Κατά: το έλλειμμα δημοσιότητας, η αδυναμία «επαφής» με τις «αστικές παραδόσεις» της πόλης, μία τάση «επανάληψης» και «φλυαρίας».

Ο Βαγγέλης Παππάς ενεφανίσθη ως «έτοιμος από καιρό», γι’ αυτό και τόσο οργανωμένος. Με «ασπίδα» τους «ταλιμπανικού τύπου» εργαζόμενους των πετρελαίων και με τη μεγάλη «εμπειρία του αρχηγού» να του δίνει μπόνους μεθοδικότητας, αυτήν τη στιγμή κατορθώνει να «κάνει παιχνίδι» αξιώσεων και… εντυπώσεων. Υπέρ: το πάθος και η φιλοδοξία του για την εξουσία, το δυναμικό (και εν γένει αποτελεσματικό) παρελθόν του, η πίστη (και η εφαρμογή) στο δόγμα «ενός ανδρός αρχή». Κατά: το πάθος και η φιλοδοξία του για την εξουσία ως αυτοκαταστροφική εξέλιξη, η μετριότητα των συνεργατών του, ένας υφέρπων λαϊκισμός, οι παλαιοκομματικές του τακτικές. Α, και κάτι κολλεγιές με τα… αστέρια του ΛΑΟΣ και των (μπρρρρ) «Πατριωτών».

Η Δήμητρα Τσανάκα μπορεί να μην είναι το «πολιτικό όν» που θα αλλάξει το ρου της τοπικής μας Ιστορίας, αλλά είναι μακράν το «αυθεντικότερο είδος» λαϊκότητας. Της φτάνει; Η ίδια μπορεί να το «διασκεδάζει», προτάσσοντάς το ως το «μέγα προσόν», αλλά αυτό ουδόλως της εξασφαλίζει την απαιτούμενη σοβαρότητα (και εγκυρότητα) που απαιτεί ο ρόλος της. Υπέρ: είναι «παλιά», είναι γιατρός, είναι αγαπητή, είναι και «ψυχούλα». Κατά: η αδυναμία να μετουσιώσει τα «ανθρώπινα» σε πολιτική, η (αναγκαστική;) στήριξη στο έμψυχο (άλλα τόσο φθαρμένο) δυναμικό της Νέας Δημοκρατίας, η «σκόνη» των προηγούμενων συνεργασιών και συμπορεύσεων, η απώλεια του πλεονεκτήματος της «ανεξάρτητης».

Ο Μάκης Παπαδόπουλος, παρότι έμπειρος… ποδοσφαιρικά, το «έκαψε στο ζέσταμα». Αλλά το ερώτημα παραμένει (και είναι αμείλικτο): το «είχε» και ποτέ; Απ’ ότι υποψιάζομαι, όχι! Απ’ ότι συμπεραίνω από τις μέχρι τώρα κινήσεις του, τολμώ να πω ότι δεν πρόκειται να το αποκτήσει ποτέ! Υπέρ: σκέφτομαι αλλά… δεν. Κατά: ξέρω αλλά… κρατιέμαι.

Ο Σταύρος Δεληγιάννης –αν και εφ’ όσον «κρατήσει» μέχρι το τέλος– θα είναι κάτι το πολύ… σουξεδιάρικο. Κι αν το εγχείρημά του το «στηρίξει» στους ραδιοφωνικούς του συνεργάτες, τότε τύφλα να ‘χει το… Μάπετ Σόου! Θα ζήσουμε μεγάλες στιγμές. Υπέρ: έχει δικά του Μέσα Ενημέρωσης, ποντάρει στο λαϊκισμό, κρυφοκοιτάζει και στην «άστεγη» αυτοδιοικητικά ακροδεξιά (από «Πατριώτες» μέχρι Χρυσή Αυγή). Κατά: μα, τα είπα…

Το ΚΚΕ δεν είναι «όνομα», είναι «ιδέα» και, ως εκ τούτου, όποιον και να κατεβάσει, ένα τεσσαράκι θα το πάρει. Σκέφτεστε τίποτε καλύτερο στη μετά Λιόγκα εποχή; Υπέρ, Κατά, το κόμμα να’ ν’ καλά. Που είναι και «ένα»!

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟΣ



Μήνες τώρα, από τη μεσημεριανή ζώνη του Studio 7, «βγαίνει» με δική του εκπομπή ένας παραληρηματικός τραμπούκος νεοφασιστικής κοπής, του οποίου η προσωπικότητα καθορίζεται εν πολλοίς και από την προσωνυμία της επικοινωνιακής του ταυτότητας. Ο λόγος για τον «Σάκη τον ταξιτζή», τον (και επισήμως) Παπουτσή επονομαζόμενο.

Το ότι αυτός ο ημιμαθής και ημιπαράφρων «πολιτικός κονφερασιέ» έχει τη δυνατότητα να εκσπερματίζει καθημερινά στους ακροατές του συγκεκριμένου ραδιοφώνου όλη τη σαπίλα και τους φανατισμούς της γραφικής του κούτρας, συνιστά από μόνο του μία τεράστια ήττα της τοπικής δημοσιογραφίας. Και φυσικά, ντροπή και κατάντια του ίδιου του Μέσου που τον φιλοξενεί.

Εννοείται πως ελάχιστα με ενδιαφέρει η (κατά βάθος) «κλινική περίπτωση» του εν λόγω περιθωριακού. Ούτε με τα μουγκρητά του μπορώ να «συντονιστώ» ούτε με τις φαιδρότητές του. Πόσο μάλλον με τις χυδαιότητες και τις ψευτιές του. Η αναφορά μου σε αυτόν «δείχνει» άλλους. «Δείχνει» εκείνους που  χαριεντίζονται μαζί του «στο άνετο» και με «ενικούς». Που επικοινωνούν μαζί του με τα «Σάκη μου» και τα «φίλε μου». Και ειλικρινά, αν αυτό το κοινό περιορίζονταν μόνο στις καθ’ έξη μάζες των κυνολατρών και των μισαλλόδοξων, ποσώς θα με ένοιαζε και θα με «έκαιγε». Τσιμέντο και μπετόν, που λένε.

Όταν όμως στη θέση αυτών των (καθ’ ολοκληρία) «πειραγμένων» έρχονται να προστεθούν και οι (λέμε τώρα) σοβαροί και έγκυροι του πολιτικού και κοινωνικού μας βίου, τότε το πράγμα αρχίζει να παίρνει σοβαρές διαστάσεις. Και είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που ο καθένας από αυτούς τους «πρόθυμους» αναμετριέται ευθέως με την οντότητα και το κύρος του, που –φευ– μοιάζει πια να μη μπορεί να ελέγξει και (κυρίως) να προστατεύσει.

Γιατί εντάξει, να καταλάβω τον «καημό» και την «καούρα» ορισμένων να βρίσκονται συνεχώς στη «μιντιακή πασαρέλα», αλλά και αυτό κάποτε έχει και ένα όριο. Όταν όμως φτάνεις στο σημείο να επιβεβαιώνεις με την παρουσία σου έναν σαλταρισμένο, αμόρφωτο και αγενή δημαγωγό, τότε –θέλοντας και μη– συμμετέχεις ενεργά (εν γνώσει ή εν τη αφελεία σου, αδιάφορο) στον εκφασισμό και τον εκβαρβαρισμό του δημόσιου διαλόγου. Και κάπως έτσι, συνυπογράφεις μαζί του και τον καθ’ ημάς… εκτσογλανισμό!

Ιδιαίτερα δε, όταν τα «ιδεολογικά συναισθήματα» μεταξύ του «ραδιοφωνικού κανίβαλου» και των «εγνωσμένων συνομιλητών» του, στάζουν… σιρόπια ομοψυχίας και ταύτισης.

Δεν μπορώ να γνωρίζω τι νούμερα ακροαματικότητας «χτυπάει» η εκπομπή του παλαιού ΟΝΝΕΔίτη (εικάζω και μαχητή των ημιστρατιωτικών ταγμάτων της εποχής Μεϊμαράκη) ούτε φυσικά να εκτιμήσω τους «χρηστικούς λόγους» που αναγκάζουν έναν ιδιοκτήτη Μέσων Ενημέρωσης να παραχωρεί μία ζώνη «υψηλού ενδιαφέροντος» σε έναν (αναγνωρισμένο) «πολιτικό στόκο». Αυτό όμως που μπορώ με σιγουριά να πω για τον κύριο Χλώρο είναι ότι ουδόλως τον τιμάει η συνύπαρξη και η συναναστροφή μαζί του.

Εκτός κι αν δεχτούμε ως ύστατη δικαιολογία το ότι ο κρεμασμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Κοινώς από… τρίχες!

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

"ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ" ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟ



Για να το «τελειώνω» μια και καλή: είμαι σφόδρα αντίθετος σε κάθε είδος αντι–συγκεντρώσεις. Η Δημοκρατία –μα, κυρίως, η Αριστερά– έχει τραυματική εμπειρία από αυτό το «μετεμφυλιακό σπορ» της Ασφάλειας και των λούμπεν παρακρατικών της, κάτι που θα έπρεπε να είχε διδάξει (και συνετίσει) όλους όσους σκέφτονται (και χρησιμοποιούν) παρόμοιες μορφές διαμαρτυρίας. Κι ας το καταλάβουμε πια απαξάπαντες. Ο νεοναζισμός (σε όλες του τις εκδοχές και με όλες του τις ονομασίες) δεν «τσακίζεται» με ρόπαλα και μολότωφ (πολλώ δε μάλλον με νόμους), αλλά με ιδέες και επιχειρήματα.

Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, η πόλη βίωσε πάλι έναν ακόμη «εσωτερικό εμφύλιο» που, το μόνο που «κατάφερε» τελικά, ήταν να «ηρωοποιήσει» τα φασιστοειδή της Πατριωτικής Κίνησης και να τους δώσει όλα εκείνα τα «επικοινωνιακά μπόνους» που τους τρέφουν και τους αναζωογονούν. Κι αντί σήμερα να καθόμαστε να μιλάμε για το ανατριχιαστικό πανό που διαλαλούσε τις «Εθνικοσοσιαλιστικές Στρατιές» (άραγε, ποια καλύτερη απόδειξη για την ιδεολογική ταυτότητα της χιτλερικής ρέπλικας;), όλοι ασχολούνται με τα επεισόδια και τον «καλοσυνάτο πατριωτισμό» της νεοναζιστικής αγέλης.

Κι επειδή τη συμπάθειά μου για τις αντιεξουσιαστικές ιδέες την έχω καταθέσει πάμπολλες φορές (ορμώμενος συνήθως κι από τις ορθόδοξες χριστιανικές τοιαύτες), σπεύδω πάραυτα να διαχωρίσω τη θέση μου από κάθε «κινηματική καφρίλα» που μεταμορφώνει τον επαναστάτη σε ροπαλοφόρο εξτρεμιστή. Λυπάμαι πολύ (κι ας το βάλουν καλά στο μυαλό τους οι νεαροί (;) του black block), αλλά όταν οι δράσεις ενάντια στο φασισμό μετέρχονται των ίδιων μεθόδων (και των ίδιων… όπλων) με αυτές των εγχώριων (κρυφο)χρυσαυγιτών, τότε ένα μόνο είναι το σίγουρο (και το απεχθές): το Τέρας θα επιστρέψει πάνω τους και μέσα τους.

Αν ο αντιεξουαστικός πυρήνας της Καβάλας, νομίζει ότι μπορεί να επενδύει τις απόψεις και τις δράσεις του επάνω στη βία των μεταμεσονύχτιων εφόδων, να γνωρίζει πως πολύ σύντομα θα βρεθεί στο ίδιο «εγκληματικό κάδρο» με τους «μισητούς του εχθρούς», κατορθώνοντας να «κάψει» από μόνος του ό,τι καλό και θετικό έχει μέχρι σήμερα παράξει. Και φυσικά, θα είναι αυτός που θα απλώνει το «κατασταλτικό βούτυρο» στο «ψωμί της εξουσίας». Για τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει μία τέτοια συμπεριφορά, δεν έχουν παρά να ψαχτούν με την Ιστορία. Εκεί ίσως καταφέρουν να δουν και το… φως τους!

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ ΕΝΤΟΣ...



Από το Σεπτέμβριο του 2012, το χωριό των Λιμεναρίων βιώνει ένα ιδιότυπο «Κωσταλέξι», με τη μικρή του κοινωνία να «θάβει» μέσα στη σιωπή και τις ενοχές της μια σπαρακτική υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης, θύμα της οποίας υπήρξε ένα ανήλικο κορίτσι!

Οι «συλλογικές άμυνες» των κατοίκων κατάφεραν να «τακτοποιήσουν» εξ αρχής το 15χρονο κορίτσι στο «ερωτικό περιθώριο» και, με το στίγμα της… πουτανιάς, να «καθαρίσουν» μια και καλή από το «βάρος» που (υποσυνείδητα) ένιωθαν να τους πλακώνει. Βλέπετε, οι θύτες δεν ήταν κάποιοι «προς λιντσάρισμα» Αλβανοί ή Πακιστανοί, αλλά «ευυπόληπτοι πολίτες», άτομα «υπεράνω πάσης υποψίας» και (αλίμονο) με «λευκά ποινικά μητρώα». Πάει να πει, οι διπλανοί μας νοικοκυραίοι. Πόσο μάλλον που κατά την «τοπική ηθική», το θύμα… πήγαινε γυρεύοντας.

Κι αν όλα αυτά μπορούν, ως ένα βαθμό, να ερμηνευτούν με τους κώδικες των «κλειστών τόπων» (ενίοτε και με το «βουκολικό δίκαιο» που τους διέπει), προχθές το Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο της Ξάνθης κατάφερε με μία τραγική του απόφαση (ουσιαστικά με την αθώωση την κατηγορουμένων στον πρώτο βαθμό) να στείλει ένα απρόσμενο θεσμικό μήνυμα στους απανταχού επίδοξους βιαστές και παιδεραστές: ήγουν… μη μασάτε, μάγκες!

Όμως, το πλέον ανατριχιαστικό και σοκαριστικό της δίκης δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η απόφαση, αλλά ο συμβολισμός των ζητωκραυγών και των χειροκροτημάτων που ακολούθησαν της τελικής ετυμηγορίας. Είναι οι αηδιαστικές επευφημίες των δεκάδων φίλων και συγγενών των κατηγορουμένων που, «μέσω πανηγύρεων», ουσιαστικά επιβράβευαν το σιχαμερό τους έγκλημα και τους «παρέδωσαν» στους ενοχικούς συγχωριανούς τους, άσπιλους και αμόλυντους!

Ναι. Μπορεί το Δικαστήριο (του οποίου οι αποφάσεις για τέτοιου είδους υποθέσεις επηρεάζονται συνήθως από αυθαίρετα, έως τυποποιημένα, ψυχογραφήματα αντί από την ίδια τη δικογραφία) να έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται κατηγορία βιασμού, αλλά και μόνον που τρεις μαντράχαλοι ασελγούσαν επί μία νύχτα οργιαστικά επάνω στο σώμα ενός 15χρονου κοριτσιού, αρκούσε όχι για την δημόσια κατακραυγή τους (που μου είναι απεχθέστατη), αλλά για μία εκ βαθέων αυτοκριτική. Για μία ύστερη αυτοκάθαρση!

Αντ’ αυτών, οι κολλητοί και οι δικοί τους (άλλως και… συμπαραστάτες), επιλέγοντας (ασυνείδητα ή μη, μικρή σημασία έχει) τη συμπεριφορά του «νικητή», κατάφεραν να τεκμηριώσουν μία «δεύτερη αθώωση» πολύ πιο σημαντική από εκείνη του Δικαστηρίου, συνδράμοντας ουσιαστικά σε μία «αθώωση» εντός του «κοινού βίου». Και μαζί με αυτήν, το αποκρουστικότερο όλων: να ξαναφορτώσουν το στίγμα στο ρημαγμένο και απροστάτευτο κοριτσάκι.

Εν κατακλείδι; Όταν σταματήσεις να φοβάσαι το τέρας, δες τον καθρέφτη. Μπορεί το τέρας να είσαι... ΕΣΥ!

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΖΩΗΣ



Εκατόν είκοσι λογοτέχνες (ανάμεσα τους και οι «δικοί μας αγαπημένοι» Κοσμάς Χαρπαντίδης και Θόδωρος Γρηγοριάδης) συμμετείχαν σε μία εξόχως ελκυστική και πρωτότυπη έρευνα–δημοψήφισμα την οποία οργάνωσε το bookpress.gr και το βιβλιοπωλείο Πολιτεία και από την οποία προέκυψε η λίστα με τα 100 Καλύτερα Βιβλία της Ελληνικής Λογοτεχνίας!

Πέρα από τον αναμφισβήτητο υποκειμενισμό της τελικής κατάταξης και το πομπώδες του τίτλου της, πέρα από τις «τεχνικές» λεπτομέρειες, ακόμη–ακόμη και πέρα από μία υποψία… λάιφ στάιλ που διαπερνά τη «φιλοσοφία» της έρευνας, ο κατάλογος παρουσιάζει υψηλό ενδιαφέρον για έναν πολύ ιδιαίτερο λόγο: γι’ αυτήν καθ’ αυτήν την ποιότητα της «συλλογικής εκτίμησης» έτσι όπως εκφράστηκε από ένα μεγάλο (αλλά, τολμώ να πω, διόλου «ενδεικτικό») μέρος των «εν ενεργεία» λογοτεχνών μας.

Γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι η διαχρονική (και απολύτως ορθή) άποψη περί «ορέξεως» και «κολοκυθόπιτας», δεν αφορά μόνο στο γαστρονομικό κομμάτι των αισθήσεών μας, αλλά διαχέεται και στο σύνολο των αισθητικών μας επιλογών, σπεύδω αμέσως να δηλώσω το σεβασμό μου σε οποιαδήποτε «αναγνωστική συνήθεια», μιας και αυτή υπερβαίνει κάθε προσωπική μας επιφύλαξη. Ως εκ τούτου, οι όποιες «ενστάσεις», «απορίες» και προβληματισμοί μου ας ενταχθούν στον ίδιο «κώδικα ορέξεως» που ανέφερα.

Αν κάτι δεν «κάθεται» καλά στο όλο εγχείρημα της έρευνας –και μοιραία αποτελεί και το κύριο μειονέκτημά της– είναι η ανισότητα που προκύπτει από τη συνύπαρξη σε αυτή των πεζογράφων και των ποιητών. Αποτέλεσμα αυτής της «σύγχυσης», είναι ο «τεμαχισμός» των κριτηρίων και η «αντι–κανονική» αξιολόγηση των χαρακτηριστικών τους. Διόλου παράξενο λοιπόν από μία τέτοια «γενικότητα» να προκύψουν και να καταγραφούν «αντικειμενικές αδικίες» με «απρόσμενους αποκλεισμούς» (π.χ. Βρεττάκος, Καββαδίας, Καρούζος, Λειβαδίτης, Πατρίκιος, Σουλιώτης, Κόντογλου, Δέλτα, Ζέη, Θεοτοκάς, κ.α.).

Ίδιου προβληματισμού ζήτημα είναι και ο τίτλος περί «Καλυτέρων Βιβλίων»! Και εικάζω πως σε καμία περίπτωση μία τέτοια λίστα δε θα περιελάμβανε (επί παραδείγματι) τέσσερα βιβλία του Θανάση Βαλτινού και άλλα τόσα του Καζαντζάκη (κατά την προσωπική μου γνώμη του πιο υπερτιμημένου Έλληνα συγγραφέα)! Ενδεχομένως, ο τίτλος που θα αποσαφήνιζε (και θα δικαιολογούσε) το όποιο αποτέλεσμα θα ήταν «Τι Διαβάζουν οι συγγραφείς μας»! Για να «ερμηνευτούν» έτσι και οι «εκπλήξεις» της «εισόδου στα 100», βιβλίων όπως ο Μπιντές του Χάκκα, το Πλατύ Ποτάμι του Μπεράτη, η Κερένια Κούκλα του Χρηστομάνου… Πόσω μάλλον το Από το στόμα της παλιάς Remington του Γιάννη Πάνου!

Όπως και να ‘χει όμως, ένας τέτοιος κατάλογος, είναι αδύνατο να μην υποβάλλεται συνεχώς στη βάσανο  της κριτικής, των αποριών, των αμφισβητήσεων, ακόμη και των απορρίψεων. Ιδίως όταν τα αποτελέσματά του προσομοιάζουν με αυτά των… δημοσκοπήσεων!

Αφορμής δοθείσης όμως –και παρασυρόμενος από τους… ερεθισμούς– καταθέτω την προσωπική μου λίστα με τα είκοσι αγαπημένα μου βιβλία (δέκα για την πεζογραφία και δέκα για την ποίηση) και προτρέπω προς αναγνώσεις…

1) Ποίος Ήτον Ο Φονεύς Του Αδελφού Μου     Γεώργιος Βιζυηνός
2) Η Φόνισσα                                                                 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
3) Πέδρο Καζάς                                                            Φώτιος Κόντογλου
4) Η Λέσχη                                                                      Στρατής Τσίρκας
5) Το Διπλό Βιβλίο                                                       Δημήτρης Χατζής
6) Eroica                                                                          Κοσμάς Πολίτης
7) Το Κιβώτιο                                                                 Άρης Αλεξάνδρου
8) Η Ζωή Εν Τάφω                                                       Στρατής Μυριβήλης
9) Και Με Το Φως Του Λύκου Επανέρχονται    Ζυράννα Ζατέλη
10) Χτίστες                                                                     Γιώργος Χειμωνάς


1) Τα Ελεγεία Της Οξώπετρας                       Οδυσσέας Ελύτης
2) Η Πρώτη Εποχή                                              Νίκος Καρούζος
3) Ποιήματα                                                         Κωνσταντίνος Καβάφης
4) Ελεύθεροι Πολιορκημένοι                        Διονύσιος Σολωμός
5) Η Τέταρτη Διάσταση                                   Γιάννης Ρίτσος
6) Μυθιστόρημα                                                Γιώργος Σεφέρης
7) Εποχές (1,2,3)                                                 Μανώλης Αναγνωστάκης
8) Χαίρε Ποτέ                                                      Κική Δημουλά
9) Οκτάνα                                                             Ανδρέας Εμπειρίκος
10) Το Φως Που Καίει                                       Κώστας Βάρναλης