Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

"ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΦΟΥΣΚΕΣ"



Εξαντλώντας όλα τα αποθέματα ευγένειας και μέτρου (για υπομονή δεν το συζητάω, τερμάτισα) αλλά χωρίς κανέναν ενδοιασμό, θα χαρακτήριζα τον Νίκο Δήμου ως τη μεγαλύτερη «πνευματική φούσκα» της μεταπολιτευτικής περιόδου! Γιατί, οκέι, και ο Ράμφος τα τελευταία δέκα χρόνια το έχει κάνει σόου το… στοχαστικόν, αλλά στα παλιά του είχε γράψει και δέκα βιβλία που «σκίζουν» ακόμη. Αυτός όμως ο Δήμου, ντιπ «άδειο μύδι»!

Απόφοιτος του Κολλεγίου Αθηνών (εδώ ουδεμία έκπληξη) θα εκμεταλλευτεί στο έπακρο όλα εκείνα τα «κοινωνικά διαπιστευτήρια» που παρέχει στα τέκνα των «καλών οικογενειών» η «μεγάλη των μπούληδων σχολή» και θα εξασφαλίσει μία διά παντός ασφαλή και επικερδή καριέρα εις τα αποδοτικότερα ελληνικά επαγγέλματα: ήγουν, τα… καθιστικά (και καθεστωτικά) τοιαύτα! Εκδιδόμενος ποικιλοτρόπως και αρθρογραφώντας… καταλλήλως. 

Παραδόξως, τον Νίκο Δήμου δεν τον «γνώρισα» από το «βιβλίο–σταθμό» που τον έκανε γνωστό εις το πανελλήνιο (ο λόγος για την «φιλοσοφική σούπα» Η Δυστυχία Του Να Είσαι Έλλην), αλλά από μία… παράπλευρη δραστηριότητά του. Αυτήν του… ποιητή! Ναι, για όσους δεν το γνωρίζουν, ο Νίκος Δήμου είναι ΚΑΙ ποιητής! Ουχί βεβαίως της στιχουργικής εμβέλειας του συναδέλφου Φανφάρα, αλλά κάτι προς… Μπογδάνο, θα «έπαιζε». Και, πιστέψτε με, δε θα το θεωρούσα διόλου υπερβολικό, καθότι και οι δύο των… συμβολισμών! Κι επειδή εδώ μιλάμε με αποδείξεις, θα σας παραθέσω ευθύς αμέσως ένα δείγμα της μεγάλης του συνεισφοράς στην ελληνική ποίηση, επιλέγοντας το γεμάτο από «βαθύ νόημα» Γατσατσόνι, εκ της συλλογής Το Βιβλίο Των Γάτων!

Τι ήταν, τι πέρασε μέσα στο χιόνι; Έφυγε-χάθηκε: το Γατσατσόνι!
Με τι ταχύτητα φεύγει, σιμώνει, γρήγορο, αθόρυβο: το Γατσατσόνι.
Λείπει το κόκαλο, πάει το πλεμόνι; Ήταν-δεν ήτανε το Γατσατσόνι.
Γκρίζα πατήματα στ' άσπρο σεντόνι, σίγουρα, σίγουρα το Γατσατσόνι.
Αχνός στο σούρουπο όταν νυχτώνει, άπιαστο-ανίδωτο: το Γατσατσόνι!
Ανεμοστρόβιλος, σύννεφο, σκόνη, το Γατσατσόνι, το Γατσατσόνι!

Συγκλονιστήκατε; Εγώ να δείτε, τρέμω σύγκορμος! Μου σηκώθηκε το μπιμπίκι (μετά της τριχός)! Να φανταστείτε, τέτοια ανατριχίλα και συγκίνηση είχα να νιώσω από την απαγγελία της Ανδρομάχης της Θάσου στα περυσινά Αρχιλόχεια!

Κατά τ’ άλλα, ο Νίκος Δήμου δηλώνει και συγγραφέας, αν και κατά την ταπεινή μου γνώμη, η ιδιότητά του αυτή θα έπρεπε να συμπληρωθεί και με εκείνη του διακοσμητή, μιας και τα έργα του επιτελούν διπλό έργο: τα διαβάζεις σε… ώρα ανάγκης, αλλά «δένουν» και ιδανικά με το στόλισμα του σκρίνιου της σαλοτραπεζαρίας. Αντάμα με τα άλλα της Χρυσηίδας Δημουλίδου! Για τους υπόλοιπους, τους πιο «ψαγμένους» και «προχώ» (είναι δεν είναι… 58 αυτοί), τα βιβλία του διακρίνονται και από έναν «λυρικό σκεπτικισμό με δόση προμηθεϊκού ρομαντισμού»!!!

Προς εμπέδωση της «προμηθεϊκής προέκτασης» σάς παραπέμπω (είπαμε, εδώ μιλάμε με αποδείξεις) στο Ημερολόγιο Του Καύσωνα

Το βράδυ ανοίγω τα παράθυρα καταβρέχω τις βεράντες και περιμένω - εκεί γύρω στα μεσάνυχτα - να δροσίσει. Κοιμάμαι ανήσυχα, ξυπνάω για να πιω νερό. Το πρωί, κατά τις εννιά, κλείνω τα πάντα ερμητικά. Και μετά κατεβαίνω στο υπόγειο.
Εκεί βρίσκεις πάντα λίγη δροσιά - ακόμα κι αν έξω έχει σαράντα βαθμούς. Όταν έρχεται κανένας επισκέπτης λέει: "Α, εδώ έχετε αιρ-κοντίσιον" και απαντάω: "ναι, και τελείως αθόρυβο". Καημένη γη, πόσο μας φροντίζεις, πριν να μας σκεπάσεις! Δωρεάν δροσιά, αν καταδεχτούμε την αγκαλιά σου. Αλλά όχι, όλοι θέλουν ψηλά, τέταρτος, έκτος όροφος, ρετιρέ. Τα υπόγεια είναι για τους φτωχούς και τους παράνομους.
Ας βράζουνε τώρα οι κύριοι των ρετιρέ. Ποτέ δεν χώνεψα τους ορόφους. Μου φαίνεται αφύσικο να μην αγγίζω γη. Να κοιμάμαι είκοσι μέτρα πάνω από το έδαφος. Δεν είμαι πουλί να υπερίπταμαι. Η θέα μ' αρέσει από βουνά, όχι από μπαλκόνια…

Επειδή όμως εγώ τυγχάνει να είμαι υψοφοβικός τύπος, θα προτιμήσω να «κλείσω» μαζί του για σήμερα με κάτι πιο… επίπεδο και βατό, επιλέγοντας εν τάχει και εν συντομία μερικές από τις πρόσφατες «φιλοσοφικές του… διαταραχές». Αυτές που περιέχονται στις Δέκα Θέσεις Για Τον Φιλελευθερισμό!  

Κατά τον Νίκο Δήμου, ο Φιλελευθερισμός είναι η πολιτική θεωρία που βάζει την ελευθερία πάνω από την ισότητα! Δηλαδή, τι μας λέει ο τιτανομέγιστος; Ότι εγώ που ομνύω στον Φιλελευθερισμό, διατηρώ το δικαίωμα (ή είναι και προαπαιτούμενο;) να «την περνάω ελεύθερα» διά των ανισοτήτων και (μετά συγχωρήσεως) χέστηκα για την ισότητα των «μαύρων», των μειονοτήτων, των ομοφυλόφιλων… Των «μικρών ιδεολογιών» ίσως… Βλακεία ανακατωμένη με κυνισμό και κούφιες ξερολιές προς εντυπωσιασμό. Η επικινδυνότητα όμως, ίδια.

Στη συνέχεια (για να εμπεδωθούν και οι θεωρητικές ατάκες), έχουμε και… πρακτικές εφαρμογές. Γράφει (ο και καλά σκεπτόμενος): Η επιδίωξη της ισότητας δεν καταπατούσε μόνο τα ανθρώπινα δικαιώματα – αλλά και τη δημιουργική πρωτοβουλία. Στα καθεστώτα ισότητας επί δεκαετίες δεν εμφανίστηκαν σημαντικές νέες εφευρέσεις (π.χ. ένα νέο φάρμακο), ούτε αξιόλογο καλλιτεχνικό έργο. (Οι δημιουργοί ήταν είτε κρατικοί υπάλληλοι είτε στα στρατόπεδα).

Εντάξει, επειδή το μυαλουδάκι μας «κόβει» ακόμη, καταλαβαίνουμε αμέσως και προς τα πού μας το «πάει» ο… φιλελεύθερος για να αποδείξει (λες και δεν τα ξέρουμε) τα πολιτικά ανομήματα του «υπαρκτού». Όμως η ιδεολογική του ρηχότητα τον… καίει για άλλη μια φορά. Αντί οποιασδήποτε απαντήσεως, αναφέρω μερικά ονόματα που μου έρχονται τώρα στο μυαλό, περιορίζοντάς τα σε ένα μόνο γεωγραφικό χώρο και σε μία πολύ μικρή χρονική έκταση. Θυμάμαι λοιπόν: Ταρκόφσκι, Ραχμάνινοφ, Προκόγιεφ, Σοστακόβιτς, Στανισλάφκσι, Ουλάνοβα, Γκέλτσερ, Μιχάλκοφ, Κλίμοφ, Κοντζαλόφσκι, Παρατζάνοφ… Και αυτά, όχι για «αθωώσω» τα αποτρόπαια, αλλά για να επισημάνω τούτο: με τσιτάτα και ευκολάκια, δε γίνεσαι ούτε Νόζικ, ούτε Φρίντμαν. Το πολύ… Τζήμερος!

Να το «μαζέψω» όμως μιας και τα υπόλοιπα του «δεκαλόγου» δεν είναι τίποτε άλλο από ένα «φιλελέ χτένισμα» (και αντιγραφή) των κειμένων περί Φιλελευθερισμού που βρίσκονται διάσπαρτα στο διαδικτυακό σύμπαν και μπορεί ο καθένας να τα βρει ανά πάσα στιγμή. Και θα το μαζέψω με κάτι (εικάζω) δικό του. Γράφει κάπου ο Νίκος Δήμου: Διανοούμενος είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί (συνήθως μάταια) να κάνει τις ιδέες του πράξη. Ο Έλληνας διανοούμενος είναι αυτός που προσπαθεί να βρει ιδέες για να δικαιολογήσει τις πράξεις του.

Ε, αυτό ναι, μπορείς να το πεις και δείγμα αυτογνωσίας…

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ



Με έναν τίτλο που, χωρίς δεύτερες σκέψεις, σε «σπρώχνει» κατευθείαν στη λεπτομερή ανάγνωση αυτών που τον ακολουθούν, ο Χρήστος Λάσκος (στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και εις εκ των σύγχρονων  διανοητών του) γράφει στο RedNoteBook για τη σχέση Πατριωτισμού και Αριστεράς. Θέμα διαχρονικό και ιδιαιτέρως «τολμηρό» που, για κάποιους ανεξήγητους λόγους, έχει «περάσει» (δυστυχώς) στο «θεωρητικό περιθώριο» της σύγχρονης ελληνικής Αριστεράς. Οπότε, και μία μόνο διαδικτυακή «αναψηλάφησή» του, είναι αρκετή για να εξάψει εκ νέου το «ιδεολογικό ενδιαφέρον» τού «ξεχασμένου όρου». Ιδίως τώρα που η παραπλανητική, άλογη και στρεβλωτική «πολυχρησία» του, έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Για να το «ξεκαθαρίσω» από την αρχή. Διαφωνώ ριζικά με την προσέγγιση του Χρήστου Λάσκου. Μπορεί το κείμενό του να προσδιορίζεται από τον ίδιο ως μη αιτιολογημένη τοποθέτηση (πάει να πει χωρίς την ιστορική και επιστημονική έκταση και επάρκεια που θα έπρεπε να το συνοδεύει), αλλά τα «επίδικα» σημεία του, κάθε άλλο παρά «ακαταστάλαχτα» μοιάζουν να είναι.

Αυτό που κάνει την «αξιολόγηση» του κυρίου Λάσκου να φαντάζει εκτεθειμένη και ευάλωτη, είναι η μεθοδολογία με την οποία «διαχειρίζεται» την έννοια του πατριωτισμού. Το πώς δηλαδή αντιλαμβάνεται το «πατριωτικό διακύβευμα» μέσα από τις ιστορικές του «λεπτομέρειες» και το πώς το ερμηνεύει σε σχέση με τους πολιτικούς και ιστορικούς συσχετισμούς δύο πολύ συγκεκριμένων περιόδων. Αυτήν του Μεγάλου Πολέμου 1914–1918 και της άλλης, της (κοντινή μας) Εθνικής Αντίστασης σε σχέση με το ρόλο σε αυτήν του ΕΑΜ και του ΚΚΕ).

Το αρχικό πρόβλημα με τις εκτιμήσεις του κυρίου Λάσκου είναι ότι επιμένουν να «αποφορτίζουν» τον πατριωτισμό από τις κυρίαρχες εσωτερικές του δυνάμεις. Από όλα εκείνα τα συστατικά που τον καθορίζουν και τον κινητοποιούν. Από τις αρχέγονες παρακαταθήκες του. Και έτσι απογυμνωμένο από το συναίσθημα και τη συγκίνηση, να τον «παραδίδει άοπλο» στην μαρξιστική (;) και λενινιστική (;) κριτική. Ενίοτε και στον… διεθνιστικό προκρούστη.

Ο εν πολλοίς απλουστευτικός (έως… ερασιτεχνικός) τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τις στιγμές της ιστορίας, πιθανόν να «δικαιολογεί» και τη θεωρητική εμμονή ότι ο πατριωτισμός είναι ταυτόχρονα και… αντί–επαναστατικός. Τόσο που η –κατά τον Χρήστο Λάσκο– «ήττα» της  ΕΑΜικής εποποιίας, να αιτιολογείται από την… πατριωτική της υπερεπένδυση! Με λίγα λόγια, ο έκδηλος, ο ειλικρινής, ο ατόφιος και ο αγνός πατριωτισμός του Βελουχιώτη να ευθύνεται για την «ήττα» περισσότερο από τις υπόγειες συμφωνίες της Γιάλτας, περισσότερο από τα πισωγυρίσματα των «τεχνικών της εξουσίας» (ένθεν κακείθεν), περισσότερο από τους αλλοπρόσαλλους (μόνο;) τακτικισμούς της ηγεσίας του ΚΚΕ και τα παιδαριώδη λάθη του. Αν μη τι άλλο… αριστερές ελαφρότητες.

Και για να μην ξεμακραίνουμε και μακρηγορούμε. Η Αριστερά της μεταπολίτευσης έχασε ένα από τα μεγάλα της πλεονεκτήματα (φρονώ το μεγαλύτερο όλων), τσαλαβουτώντας σε θεωρητικά πασαλείμματα ερμαφρόδιτων «οικουμενισμών». Και τονίζω το «ερμαφρόδιτων» για να μην τεθούν υπό (συντροφική) αμφισβήτηση οι υπερεθνικοί μου ουμανισμοί. Κατά συνέπεια; Έχασε την «επαφή» της με την «άλλη πατρίδα». Με τη θυσιαστική ετοιμότητα του EΑΜικού έπους. Με το «πνευματικό εγερτήριο» των Λαμπράκηδων. Με την «ελληνική γεύση»!

Αυτήν που εκτείνεται από την απλοϊκή και αθώα στιχουργική του Ιωάννη Πολέμη και φτάνει μέχρι τα συμφιλιωτικά νάματα του Νεκρού Αδελφού. Από τον παπά–Ανυπόμονο του Άρη μέχρι τον Εθνικό Ύμνο του Δημήτρη Παπαχρήστου στο Πολυτεχνείο. Και σε βάθος (αισθητικού) χρόνου, έχασε και την επαφή της με τη θαυμαστή ελληνικότητα της γενιάς του ‘30. Ένα απλό «πέρασμα» από τα λογοτεχνικά αριστουργήματα του Δημήτρη Χατζή, θα ήταν υπέρ αρκετό για ποικίλες όσες αναθεωρήσεις…

Το αποτέλεσμα; Ένας καθ’ ολοκληρία «προνομιακός χώρος» της Αριστεράς, ένας αέναος «χορός αυτοθυσίας και μαρτυρίου», να έχει παραδοθεί αμαχητί στους κάθε λογής άκαπνους και καπηλευτές. Και στους καθ’ έξη προσκυνημένους. Κι επειδή η δικιά μας πατρίδα «συνομιλεί» διαρκώς και με τις θρησκευτικές της παραδόσεις, επιτρέψτε μου μία μικρή αναφορά στο μεγαλειώδες Αδελφοί Καραμάζωφ του  Ντοστογιέφσκι για να πω το μείζον: μία Αριστερά ξεκομμένη από τις «τελετουργίες του τόπου» της, όχι μόνο φαντάζει (και είναι) «ξενέρωτη» και «χλιαρή» αλλά, το σπουδαιότερο, τα μάλα αντεπαναστατική!

Προς επίρρωση τούτου, αντιγράφω από το κεφάλαιο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή: Εμείς, ουσιαστικά δε φοβόμαστε και τόσο πολύ όλους αυτούς τους σοσιαλιστές-αναρχικούς, τους άθεους και τους επαναστάτες. Τους παρακολουθούμε και ξέρουμε το καθετί γι' αυτούς. Όμως ανάμεσα σ’ αυτούς υπάρχουν και μερικοί, όχι πολλοί, εξαιρετικά ιδιόρρυθμοι άνθρωποι. Αυτοί πιστεύουν σε Θεό, είναι χριστιανοί και ταυτόχρονα είναι και σοσιαλιστές. Αυτούς φοβόμαστε περισσότερο, αυτοί είναι τρομεροί! Ο σοσιαλιστής-χριστιανός είναι φοβερότερος απ το σοσιαλιστή-άθεο…

Και λέω: μήπως είναι καιρός να καθίσουν και να τα σκεφτούν μερικοί όλα αυτά; Μηδέ των… διανοουμένων εξαιρουμένων.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ...



Αλλότριο πλήθος έρπει τώρα στις λεωφόρους…
Μανώλης Αναγνωστάκης

Ξεκινώ να γράψω ένα πολύ «στενάχωρο» κείμενο, ξέροντας εκ των προτέρων ότι θα με «πληγώσει» βαθιά. Ότι θα «γκρεμίσει» μέσα μου έναν ολόκληρο κόσμο. Θα μου «γκριζάρει» όνειρα και ουτοπίες. Θα μου «αναποδογυρίσει» μύθους και προσδοκίες. Αναμνήσεις εφηβικές και συλλογικά εγερτήρια. Συναισθήματα που μπολιάστηκαν στις πιο ακριβές μας λέξεις. Την Αγάπη, τη Φιλία, τη Συντροφικότητα, τον Αγώνα… Το ξέρω, αλλά ζητάω και να λυτρωθώ.

Παίξαμε μπάλα μαζί. Αυτός τερματοφύλακας και ‘γω με ένα μεγάλο 4 στην πλάτη. Μπροστά μου ξανά η φωτογραφία με τη θρυλική Π.Ο.Π.Η. Πιτσιρίκια ακόμη στην αυλή της παιδικής Πρόνοιας, με τη μυρωδιά των πεύκων να ανακατεύεται με εκείνη από το μαλεμπί του κυρίου Κόντη. Μαζί και στη «μεγάλη μας έξοδο», στο οικόπεδο του Μαρούλη. Στα μάτια μας, ίδιο Μαρακάνα. Χτυπούσαμε και κόρνερ. Χαρά ανείπωτη. Επανάσταση ορμονών!

Θα μεσολαβήσουν τα χρόνια της ενηλικίωσης. Θα «χαθούμε». Εκείνος στη Θεσσαλονίκη για σπουδές στο Πολυτεχνείο και ‘γω πάνω από την Έκφραση του Κόντογλου να προσπαθώ να βάλω σε βυζαντινή τάξη την κοσμογονία των χρωμάτων. Μεγαλώναμε στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Κάτι χτίζαμε. Ελπίδες, οράματα, ιδέες… Ίσως και το Άγνωστο. Πού να τα ξέρεις τότε…

Μαθαίνω ότι «στρατολογήθηκε» στην ΚΝΕ. Στέλεχος, μου είπανε, στο Σπουδαστικό. Σύντροφοι, δηλαδή. Τελικά, μικρός ο κόσμος. Ανταμώνουμε κάτω από τα ίδια συνθήματα. Μέθη νηφάλια. Κόμμα και ρετσίνες κι άσματα επινίκια. Πέφτουμε με τα μούτρα στον Ρίτσο, τον Αυγέρη, τον Βάρναλη. Καταπίνουμε χιλιόμετρα φιλμ. Από τον Αγγελόπουλο μέχρι τον Κουροσάβα και τον Βάιντα. Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε… Ξενυχτάμε με τα τραγούδια του Μπίρμαν και του Θάνου. Τη Δημητριάδη που λάτρευε. Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες…

Κι έπειτα, κενό. Μέσα μου αρχίζω ανασκαφές. Αδειάζω. Αναχωρώ. Όμως επιμένω: η πίστη δεν χαλαρώθηκε… Αυτό είπα και μετακόμισα πέρα από τα τείχη…

Ξανασμίξαμε αλλιώς. Πιο έμπειροι, πιο κατασταλαγμένοι. Ανοίξαμε δουλειές, κάναμε οικογένειες, μπήκαμε σε μια σειρά, μα το σαράκι εκεί, να προστάζει εγρήγορση και να προκαλεί αναθερμάνσεις. Ακολουθώ άλλες σημαίες. Αφήνω πίσω μου πάθη και διασπάσεις και «βγαίνω στην αυτονομία». Το θυμάμαι σαν τώρα. Εκείνη η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωση. Ούτε που μιλήσαμε. Να πούμε τι; Και οι απαριθμήσεις, αχρείαστες πια.

Τον βλέπω πίσω από τους απόηχους των ιδεολογιών να χρωματίζει την κατήφεια της πιο «μουντής Αριστεράς». Ποτέ άλλοτε το ΚΚΕ τόσο άδειο από συγκίνηση. Τόσο μίζερο και καταθλιπτικό. Μα αυτός, χαρισματικός όσο τότε, λάμπει και ξεχωρίζει. Όχι εξ αιτίας της μετριότητας των συντρόφων του, αλλά χάρη στο ταλέντο του, την οξυδέρκειά του, τη μεθοδικότητα του, τις γνώσεις του… Την ίδια του την προσωπικότητα. Αυτήν που θα «θυσιάζει» για χρόνια ολόκληρα στον «κομματικό βωμό». Και σ’ ένα «καθήκον», αδιέξοδο…

Η Άνοιξη του 2010 μάς βρήκε ξανά μαζί να κουβεντιάζουμε με φίλους αδελφικούς την κοινή μας κάθοδο στις δημοτικές εκλογές. Ο Θοδωρής, ο Μάκης, η Αλεξάνδρα, ο Βασίλης, ο Θέμης, ο Κώστας… Θέλαμε να «μπει μπροστά». Να κάνει τη μεγάλη υπέρβαση. Να «κλείσουμε» και με τους εγωισμούς μας…

Μείναμε εκεί. Έμελε να είναι και η τελευταία μας συνάντηση…

Προχθές, σε ένα μικρό σχόλιο στη «Νέα Εγνατία», διαβάζω ότι ο Κωστής Σιμιτσής θα ανακοινώσει σε λίγο καιρό τη συνεργασία του με τον Βασίλη Λιόγκα. Δεν είπα τίποτε. Ένας κόμπος ανέβηκε μόνο στο λαιμό και θυμήθηκα ξανά τη Δημητριάδη που λάτρευε. Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί…

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Η ΓΕΛΑΣΤΗ ΑΝΗΦΟΡΑ του ΓΙΑΝΝΗ ΑΓΓΕΛΑΚΑ



Είμαι φτηνός, πολύ φτηνός
για λίγα ψίχουλα μπορώ να γίνω δούλος καθενός…

Για πού τραβάει άραγε αυτή η Γελαστή Ανηφόρα; Ποια καρδιά αγκομαχά την ταραγμένη νιότη της πίσω από τα ξεψυχισμένα γκάζια εκείνου του Σαράβαλου; Ποιος επιμένει να στέλνει απεγνωσμένα σινιάλα μέσα στη Μαύρη Νύχτα; Για ποιο ταξίδι πάλι ξεκινάς με τις Βαλίτσες σου άδειες; Και οι Πόθοι σου; Πού να καίγονται και πού να κατοικούν; Πού να ζητούν καταφύγια και ορμήνιες; Ποια όχθη του Ποταμού να ποτίζει ακόμη το αστείρευτο δάκρυ σου;

Και τώρα, μένω μόνος με έναν Άγγελο που έρχεται από παλιά…

Ο Γιάννης Αγγελάκας είναι ξανά εδώ. Με όλες του τις αποσκευές παρά πόδα. Με στίχους από λέξεις–πυρίτιδες, βγαλμένες λες από χορικά μιας αρχαίας τραγωδίας που μας ορίζει στους αιώνες. Ατομικά και συλλογικά. Με μουσικές αδέσμευτες, τολμηρές, παθιασμένες, άγριες, σαρκαστικές, τρυφερές… Με ρυθμούς ασυγκράτητους. Με ροκιές βουτηγμένες στα γιορτινά Βαλκάνια, τη δημοτική μας παράδοση και τη ρεμπέτικη μέθη. Απόηχοι μιας Διονυσιακής λατρείας που σε δονούν και σε συνεπαίρνουν.

Και είναι σα να πετάς από την αρχή…

Η Γελαστή Ανηφόρα δεν «τραγουδά». Σκάβει! Ανακαλύπτει ρωγμές, αφουγκράζεται ψιθύρους, αναζωπυρώνει λατρείες. Ευεργετική και ανυπάκουη, νηφάλια και ορμητική, αγέρωχη και ευάλωτη, μοιάζει να πυροβατεί πάνω στην καιόμενη βάτο μιας ετοιμόρροπης πατρίδας. Από την πρώτη ανάσα, το πρώτο άγγιγμα του ηλεκτροφόρου μπαγλαμά, τα πρώτα φυσήματα των πνευστών, τα πρώτα μυστήρια των φωνών.

Να τι είναι πραγματικά η Γελαστή Ανηφόρα! Ένα Μυστήριο που σε βυθίζει σε τελετουργίες αισθήσεων και μύησης. Ένας διαρκής αγώνας εσωτερικών ανακαταλήψεων. Ένα πανηγύρι αφύπνισης. Και κάποτε –πού ξέρεις– και ο ίδιος μας ο εφιάλτης που δε λέει να μας αφήσει…

Σε «στάδιο προχωρημένης ωριμότητας», ο Αγγελάκας μάς παραδίδει έναν δίσκο–στοχασμό. Βαθύτατα πολιτικό και ταυτόχρονα τόσο ευαίσθητο και λεπτοκαμωμένο. Ένα «μακρύ ποίημα» που κυλάει ατίθασο μέσα στους μανικούς παραδείσους της μουσικής του. Και με την παλλόμενη κολεκτίβα του σε δαιμονιώδη εγρήγορση. Όλοι. Από τον βακχικό Ντίνο Σαδίκη, τον εμφαντικό Νίκο Βελιώτη και τον μεστό και πολύπειρο Χρήστο Χαρμπίλα μέχρι τον αφοσιωμένο, αχώριστο και αξεπέραστο Τίτο Καργιωτάκη, τον χυμώδη Στάθη Αραμπατζή και τον ολόφρεσκο Koti K.

Κοντά τους –και σε μία συνεργασία σπάνιας εντιμότητας και ομορφιάς– θα έρθουν να προστεθούν τα γεμάτα σπαραγμό και ανατριχίλα φωνητικά του πολυφωνικού σχήματος Διώνη και η συναρπαστική ερμηνεία του Αργύρη Μπακιρτζή στο –κατά την γνώμη μου– κορυφαίο τραγούδι του δίσκου: τη Μαύρη Νύχτα. Ίσως και διόλου τυχαίο, που ο Γιάννης Αγγελάκας το αφιερώνει ολόψυχα και εγκάρδια στον Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Παύλο. Χειρονομία που λαμπρύνει ακόμη περισσότερο το περιεχόμενο της σπουδαίας και καλαίσθητης ποίησής του.

Επίλογος λοιπόν, προς σκέψη και προβληματισμούς. Για τώρα, για πάντα…

Να σου χαρίσω αν θες το δάκρυ
Μα αν με χτυπάς πού θα βρούμ’ άκρη
Σ’ αυτή την ποντικοπαγίδα
Που ήταν παλιά γλυκιά πατρίδα

Ακόμα κι αν σου φταίει
Αυτός που ακούς να κλαίει
Με κηροζίνη αν πας να σβήσεις την φωτιά
Κάρβουνο αμέσως θα γενείς
Κι εσύ κι αυτός κι αυτοί κι εμείς
Κάρβουνο σκέτο θα γενείς
Κι ούτε που θα ξαναφανείς

Σαν ζαλισμένο φίδι ορμάς
Άλλος σου φταίει άλλον τσιμπάς
Σ’ αυτή την ποντικοπαγίδα
Που ήταν παλιά γλυκιά πατρίδα