Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΙΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ...



Είχε έρθει άκεφη και μουντή. Στερημένη από ζωντάνια και ελπίδα. Από χαραμάδες ονείρων. Από ξέφωτα αισιοδοξίας. Τώρα, μετά από τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες πορείας, φεύγει μέσα σε πέπλα αιθαλομίχλης και πνιχτής βουβαμάρας. Πάνω σε ράγες που τρίζουν τα ετοιμόρροπα.

Μα πάλι, σκέφτομαι από την αρχή και λέω: εμείς δεν την κατοικήσαμε κι αυτήν τη χρονιά; Εμάς δε σημάδεψε; Στις δικές της μέρες δεν ορμηνέψαμε τα καινούρια που έφερε η ζωή; Στις νύχτες της δε χτίσαμε τους νέους μας συλλογισμούς; Στο δικό της προσκεφάλι δεν ξαναστρώσαμε απ’ την αρχή τις αγωνίες που είχαμε αφήσει μετέωρες κι απροστάτευτες; Στην άκρη του γυμνού της ξημερώματος δεν είδαμε να ανατέλλει η ευλογημένη φτώχεια των γονιών μας;

Αυτή η χρονιά –παρ’ όλη την καταχνιά της, παρ’ όλο το ζόφο και την κατήφεια της– κατάφερε να μας διδάξει ό,τι πιο πολύτιμο θα μπορούσε. Να μας υπενθυμίσει με τη σιωπή της πόσο μεγάλο και σπουδαίο είναι να προσπαθήσουμε να βγούμε επιτέλους από τον ατομικό μας ευδαιμονισμό. Να καταφέρουμε να σπάσουμε τα σύνορα της «ευκολίας» και να ριχτούμε σε έναν μακρύ και κοπιαστικό αγώνα, έχοντας μοναδικό αντίπαλο τον ίδιο μας τον εαυτό. Να μεριμνήσουμε για το ευάλωτο «μέσα» μας. Να συμμαχήσουμε με τα «δύσκολα» και τα επίπονα. Να γευτούμε τον ξεχασμένο μόχθο. Να συναντηθούμε ξανά στης ανάγκης τα θρανία. Στα «κρυφά σχολειά» του Μέτρου και του Λιτού. Στην αιώνια άσκηση με τα ανθρώπινα.

Την ευγνωμονώ αυτήν τη χρονιά. Στο διάβα της προσπάθησα να συμφιλιωθώ με την αξία των απλών πραγμάτων. Να εκτιμήσω τις σεμνές τελετουργίες της παρέας. Να ακούσω καινούριες διηγήσεις. Να ανακαλύψω τα ταπεινά χαρίσματα των διπλανών μου. Την αρχέγονη σοφία της συνάφειας. Την ατόφια ευτυχία όταν είμαστε κοντά ο ένας με τον άλλον. Μονιασμένοι. Αλληλέγγυοι. Θνητοί. Αυτό, προπάντων… θνητοί!

Δεν κάνω απολογισμούς. Σκάβω υπομονετικά για να θεμελιώσω τη νέα ζωή. Μπουσουλώντας. Ανιχνεύοντας. Επιμένοντας. Ανακαλύπτοντας. Τη γη, τους καρπούς, τα παιδιά, τους φίλους. Απ’ την αρχή όλα. Από εκεί που αφήσαμε την πραγματική ζωή. Από την ξεχασμένη άκρη του νήματος. Από το νόημα που χάσαμε σε νέφη κι ατραπούς. Μου αρκεί πια ο ψίθυρος από μια σταγόνα βροχής που ήρθε και  αναπαύτηκε στα κεραμίδια. Μου φτάνει και μου περισσεύει ένα κλαδάκι αμπελιού που πασχίζει για μέθη…

Τώρα που φεύγει η χρονιά, θα σας καλέσω. Όχι για τον αποχαιρετισμό, αλλά για ‘κείνη την αγκαλιά που σας χρωστούσα. Για ‘κείνη τη γιορτινή αφή που τη ματαίωναν συνεχώς οι αποστάσεις και οι χωρισμοί. Και για ‘κείνο το τραγούδι που περίμενε υπομονετικά στην άκρη των χειλιών μας. Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει, κοντά σου θα ‘ρθει μια χαραυγή…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου