Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ



Τον Κώστα τον Λαλένη τον σέβομαι και τον αγαπάω ιδιαίτερα. Ήταν και παραμένει ένας «ευγενής της Αριστεράς». Ένας άνθρωπος που μαζί του απολαμβάνεις κάθε είδος συζήτησης. Ειδικά εκείνες που «βράζουν» μέσα στη ζωηράδα των διαφωνιών. Ο Κώστας «έρχεται» από εκείνη την ξεχωριστή μεταπολιτευτική «φουρνιά» που καλλιεργήθηκε στο πολιτικό εργαστήρι του ΚΚΕ εσωτερικού. Αριστοκρατικά σεμνός και εκλεκτά λαϊκός. Ακόμη και οι κατά καιρούς «πολιτικές του αποστάσεις», είχαν πάντα ένα «θεμέλιο ευθύνης». Έντονη, έτσι κι αλλιώς, προσωπικότητα, γίνεται ακόμη πιο ελκυστική χάριν ενός γοητευτικού (και εξόχως ελεγχόμενου) ελιτισμού που, με την έμφυτη ικανότητά του, κατορθώνει να τον ανάγει σε… σπουδή!

Την περασμένη Τετάρτη, έγραψα ένα κείμενο (http://gavrefl.blogspot.gr/2016/01/blog-post_14.html) στο οποίο «υμνούσα» την απλότητα και το «οικιστικό ήθος» των παλαιών. Ενδεχομένως και με μία «διάθεση υποτίμησης» των τεχνοκρατών που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εμπλέκονται στη δημιουργία του χωροταξικού χάους που βιώνει σήμερα το σύνολο του αστικού μας τοπίου. Επ’ αυτού του κειμένου, ο Κώστας Λαλένης έγραψε ένα μικρό σχόλιο-απάντηση στα όσα (κατά τη γνώμη του) χρήζουν «διόρθωσης» και αναστοχασμού. Κρίνοντας ότι οι σκέψεις του αξίζουν μεγαλύτερης προβολής από αυτήν που παρέχει η προσωπική μου σελίδα στο facebook, τις παραθέτω αυτούσιες: 

Επισημαίνω Ιστορικές ανακρίβειες. Παραδοσιακοί οικισμοί υπήρξαν και υπάρχουν σχεδόν παντού, αλλά σημαντικά συγγενή σε εμάς παραδείγματα είναι τα της Λεκάνης της Μεσογείου, και της κεντρικής ζώνης της Ευρώπης. Αλλού διατηρήθηκαν σε πολύ καλλίτερο βαθμό από τους δικούς μας, παρόλο που οι επιδράσεις των "ξένων" ήταν πολύ εντονότερες και από πιο παλιά. Το εδώ κύμα καταστροφής αναπτύχθηκε μετά την δεκαετία του 60, όταν οι ντόπιοι αντιλήφθηκαν την γοητεία του εύκολου πλουτισμού. Αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη σχετικής παιδείας, οδήγησε στην υπερεκμετάλλευση της γης.

Η αρνητική επιρροή των ξένων εστιάστηκε στη δημιουργία μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, εκτός οικισμών. Αντίθετα, μέσα σε πολλούς οικισμούς, υπήρξε θετική παρέμβαση ξένων, που αγόρασαν σπίτια και σεβάστηκαν ιδιαίτερα την ντόπια αρχιτεκτονική. Έδωσαν μάλιστα και σημαντικά παραδείγματα περιβαλλοντικής συνείδησης, που εδώ έφτασε με διαφορά φάσης. Τέλος, τα πρώτα πολεοδομικά νομοθετήματα στην Ελλάδα, από τις αρχές του 19ου αιώνα, αποδείχθηκαν απαραίτητα, γιατί υποχρέωναν σε κανόνες υγιεινής στην δόμηση και στα δίκτυα, και περιόρισαν τις επιδημίες που θέριζαν πόλεις και χωριά.

Οι παραδοσιακοί οικισμοί όπως είναι σήμερα, που καμαρώνουμε για την αισθητική τους, δεν ήταν έτσι και παλιά. Εκτός από μερικά σπίτια εύπορων προεστών, τα πολλά φτωχόσπιτα ήταν μικρά, με αποθήκες και στάβλους, και κακές συνθήκες υγιεινής. Η πολεοδόμηση, όπου ακολουθήθηκε από νωρίς, βελτίωσε σημαντικά τις ντόπιες συνθήκες -στο βαθμό βέβαια που γινόταν σεβαστή. Αυτό φαίνεται τόσο σε πόλεις, όσο και σε μικρότερους οικισμούς, αν συγκριθούν με βάση τα εκάστοτε χρονικά στοιχεία του σχεδιασμού τους. Οι απόψεις που ωραιοποιούν απόλυτα το παρελθόν, είναι ανακριβείς, και στον τομέα υγείας και επικίνδυνες. Η παράδοση ποτέ δεν υπήρξε κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Και ειδικά για την ελληνική ύπαιθρο, ειπώθηκε κάτι πολύ εύστοχο από χιουμορίστα λόγιο, που δεν θα το επαναλάβω δημόσια, γιατί δεν θέλω να προσβάλλω τα χρηστά ήθη πολλών αναγνωστών.

Να μου επιτραπούν δύο λόγια προς «αποκατάσταση» ορισμένων πραγμάτων: ειλικρινά, δεν είχα καμία πρόθεση να ασχοληθώ «ιστορικά» με το θέμα. Το είδος με υπερβαίνει. Υπάρχουν ειδικοί και αρμόδιοι γι’ αυτά και στα «χωράφια» τους δεν θα έμπαινα ποτέ. Αν κάτι προσπάθησα να επισημαίνω –και το οποίο νομίζω ότι απαντά εμμέσως στην άποψη του Κώστα– βρίσκεται στην παρακάτω παράγραφο του κειμένου. Την αντιγράφω, μπας και διέλαθε της προσοχής του:

Δεν είμαι κυριευμένος από «αντιδιαφωτιστικά πνεύματα». Ούτε κομίζω ευφάνταστες νοσταλγίες και εξιδανικευμένες αναμνήσεις. Αν κάτι προσπαθώ να πω είναι ότι την ταυτότητα ενός τόπου την καθορίζει ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι «υποδέχονται» τα ορμητικά ρεύματα των «άλλων πολιτισμών». Ο τρόπος με τον οποίο «στήνουν» τις δικλίδες ασφαλείας για να αφομοιώσουν την εισερχόμενη πρόοδο. Και κατόπιν, τι επιλέγουν ως χρήσιμο και ευεργετικό για να βιώσουν μαζί του. Προπάντων; Τι θα απορρίψουν!

Αυτά, μαζί με ένα υστερόγραφο: εντελώς συμπτωματικά, αυτές τις ημέρες, (ξανα)διαβάζω το Εγώ ειμί φτωχός και πένης του Γιάννη Τσαρούχη. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα και σε εσάς. Ειδικά αν το «συνδυάσετε» και με το Ευλογημένο Καταφύγιο του Φώτη Κόντογλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου