Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Με ένα Grunding την νύχτα του Πολυτεχνείου



Σαράντα χρόνια πριν και ‘γω στα δεκαπέντε μου. Μεσημέρι, με τον ήλιο του Νοέμβρη να προσπαθεί να τρυπώσει μέσα στο δυνατό γραίγο για να μας ζεστάνει. Μάταια. Σήμερα είχε ένα άλλο κρύο στην αυλή του Αρρένων. Και μιαν άλλη ησυχία. Θα μας διώξουν, είπαν κάποιοι από τις μεγαλύτερες τάξεις. Οι καθηγητές ανέβαιναν βιαστικά το φαγωμένο μωσαϊκό της σκάλας και χάνονταν μέσα στο γραφείο του γυμνασιάρχη. Όταν ο Πέτρος άρχισε να κατεβάζει τα στόρια από το κυλικείο, ο κύριος Βελισσάριος είχε πάρει θέση απέναντί μας. Με λόγια που θαρρείς τα έκοβε φέτες ένα αόρατο μαχαίρι μάς συμβούλεψε να φύγουμε γρήγορα για το σπίτι. Κανένας στο δρόμο! Αυτό πρόλαβε μόνο και άφησε τη φωνή του να σβήσει στις γυρισμένες μας πλάτες.

Κατεβήκαμε τη Γαλλικής Δημοκρατίας και πήραμε την Ομονοίας από την αρχή της. Δυόμιση η ώρα και η αγορά ήταν στο σχόλασμά της. Ο εφημεριδοπώλης αντίκρυ από τα Δικαστήρια σκέπαζε βιαστικά τον πάγκο του με μία αδιάβροχη τέντα και μέσα από τον Άγιο Νικόλαο ακούγονταν διαπεραστικός ο ήχος από τα κεπένγκια των εμπορικών. Στην πλατεία, σκορπίσαμε. Οι περισσότεροι έστριψαν για τη Βενιζέλου και όσο ανεβαίναμε προς τους κινηματογράφους, τόσο και αραιώναμε. Φτάνοντας στην Πυροσβεστική, είχα μείνει με τον Σωτήρη και τον Θανάση. Κόψαμε την κουβέντα. Περάσαμε γρήγορα από το μισογκρεμισμένο μπουρδέλο της Μαγδάλως και πήραμε το στενό δρόμο που έβγαζε στα Ποταμούδια. Χωρίσαμε. Δε θυμάμαι να ακούστηκε κανένα «γεια»…

Η μάνα μου με περίμενε στην ξύλινη εξώπορτα της αυλής. Άργησες, είπε και με τράβηξε μέσα. Πρόλαβα να δω δύο άδεια μάτια στο διπλανό παράθυρο. Του παππού μου του Θωμά ήταν. Το συνήθιζε τελευταία. Καθόταν μόνος στην άκρη του κρεβατιού και τα άφηνε να ταξιδεύουν έρημα στα νησιά. Άη Στράτη, Γυάρο, Μακρονήσι… Όμως σήμερα δεν ήταν όπως τις άλλες φορές. Δεν κοιτούσαν τη θάλασσα. Ούτε τα πουλιά που λάτρευε. Ήταν ολότελα άδεια. Τρομακτικά. Σαν κάτι να περίμεναν. Ένα κακό…

Στην κουζίνα είχε τελειώσει η λάτρα και ο πατέρας μου έφερε από τη διπλανή κάμαρη το παλιό Grunding. Απόρησα. Σχεδόν παρατημένο από τότε που τα αδέλφια του μας έστειλαν από την Γερμανία την ασπρόμαυρη Telefunken, συντρόφευε σιωπηλό στο ακριανό ράφι της βιβλιοθήκης το Κάστρο του Κρόνιν και το Κατηγορώ του Ζολά. Με το χέρι του να πηγαινοφέρνει τη βελόνα σε όλο το μήκος των βραχέων και με τον νου του συνεχώς στην κίνηση του δρόμου, πάσχιζε να «πιάσει επαφή» με εκείνες τις παράξενες φωνές που ερχόταν από τη Φωνή της Αλήθειας και την Deutsche Welle

Τα κατάφερε όταν είχε πέσει η νύχτα. Παντού σκοτεινιά. Μας φώτιζε όλους το πορτοκαλί φωτάκι του ραδιοφώνου. Δε μιλούσε κανένας. Μόνο άκουγαν. Κρατάω ονόματα. Οδός Στουρνάρα, Μουσείο, Πεδίον του Άρεως, Ζάππειο, Αρχιτεκτονική, οδός Πατησίων… Μία παρεμβολή, κάτι παράσιτα, ένα βουητό που τρυπάει τα αυτιά και ξανά η ίδια φωνή. Ακούω τον πατέρα μου να λέει κάτι για τον Γιάννη. Εκεί θα είναι… Σηκώνεται να ελέγξει το δρόμο. Κανείς. Δυναμώνει τον ήχο. Η φωνή φτάνει τσακισμένη. Κατεβαίνει στρατός. Κάποιος φωνάζει αδέλφια μας στρατιώτες… Κανείς δεν ακούει. Χωροφύλακες παντού. Συλλήψεις. Από τις ταράτσες αρχίζουν πυροβολισμοί. Ένα τανκς... Πάγωσαν όλα.

Λίγες ημέρες μετά, ο πατέρας μου θα αναγνωρίσει πίσω από την πλάτη του Νίκου Μαστοράκη τον Γιάννη. Πήγε να του βγει ένα λυγμός, μα τον κράτησε μέσα του. Ο Γιάννης ήταν εκεί… Αμίλητος, σκυφτός, ταλαιπωρημένος. Κάπνιζε και κοιτούσε στο ασπρόμαυρο κενό του ΚΨΜ. Μιας χώρας ολόκληρης.

Σαράντα χρόνια μετά και ‘γω εξακολουθώ να ψάχνω στο «έγχρωμο κενό» μας, με τα δικά του μάτια. Αυτά τα μάτια είναι το δικό μου Πολυτεχνείο. Τα μάτια του Γιάννη μέσα από το ΚΕΒΟΠ. Τα φυλαχτά μου. Και ο όρκος μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου