Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ



Επί δημαρχίας αειμνήστου Λωλίδη, βρέθηκα εντελώς τυχαία σε έναν από τους επάνω χώρους της παρατημένης (και εν πολλοίς λεηλατημένης) Δημοτικής Καπναποθήκης τον οποίο η τότε δημοτική αρχή χρησιμοποιούσε ως «αποθήκη έργων τέχνης»! Επρόκειτο για ένα δωμάτιο με πολύ σκόνη και υγρασία, όπου στο πάτωμά του στοιβάζονταν δεκάδες πίνακες που κατά καιρούς αγόραζε ο δήμος –στο πλαίσιο ενός άγραφου «καλλιτεχνικού πρωτοκόλλου»– ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τους καλλιτέχνες που εξέθεταν τη δουλειά τους στην πόλη μας. «Τακτική» που σε άλλες πόλεις λειτούργησε και ως προπομπός εξαίρετων Πινακοθηκών.

Κάποια στιγμή, το έμπειρο μάτι του Σίμου Μιχαηλίδη διέκρινε ανάμεσα στις «ποικιλίες των τεχνοτροπιών» μερικά έργα που ξεχώριζαν από την πρώτη ματιά και τα οποία υπέγραφαν (όσο μπορώ να θυμηθώ πια) ο Βενετούλιας, ο Ζογλοπίτης, ο Κεσσανλής, ο Λούστας, η Μανωλεδάκη, ο Γουναρίδης… Παγώσαμε! Στεκόμασταν μπροστά σε μια δημοτική περιουσία (ή, αν θέλετε, σε μία «κοινή μας περιουσία») από σπάνιους και μοναδικούς εικαστικούς θησαυρούς, η οποία σάπιζε μέσα στην παρακμή και την ανυποληψία και δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε. Ο Σίμος πέρασε το μανίκι του απαλά πάνω από ένα πορτραίτο του Ξόνογλου και ύστερα το άφησε να αναπαυτεί ανάμεσα σε κάτι άδειες κορνίζες από γύψο που στέκονταν αραδιασμένες στον πίσω τοίχο…

Τα θυμήθηκα όλα αυτά, ακούγοντας την περασμένη Τετάρτη τον Κωστή Σιμιτσή να παρουσιάζει με μελιστάλαχτους χαρακτηρισμούς έναν ζωγράφο ονόματι Δημήτρη Ναλμπάντη (εικάζω της ίδιας «σειράς» και… στοάς με αυτήν του ατάλαντου και υπερτιμημένου Βαρλάμη) και να μας τον συστήνει μάλιστα και ως «μεγάλο»!

Προεκλογική σκοπιμότητα; Πολιτικά και κοινωνικά «γραμμάτια» που έπρεπε να εξοφληθούν; Κι από πού άραγε να ξεφύτρωσε αυτή η «τρέχα γύρευε» (και μέχρι χθες ανύπαρκτη) Ευρωπαϊκή Κίνηση για να παρουσιάσει στους ιθαγενείς «τέχνες και καλλιτεχνίες»; Με ποια «αισθητικά εχέγγυα»; Με ποια γνώση; Με ποια εμπειρία;

Μέσα σε αυτό το απίστευτο καρακιτσαριό –και με τον Κωστή Σιμιτσή να φτάνει στο σημείο να ορίζει ως «εικαστικό γεγονός» ακόμη και το έντυπο της έκθεσης– αναρωτιόμουν πόσο διαφορετικό θα ήταν το επίπεδο (άρα και το «γούστο») των πολιτών, αν από παλιά ο δήμος είχε φροντίσει να ιδρύσει τη δικιά του Πινακοθήκη. Αν το «εικαστικό μας κριτήριο» δε θα είχε ως αφετηρία τις σπατουλαριστές καμάρες και τα «γραφικά σοκάκια» των αυτοδίδακτων ερασιτεχνών, αλλά θα μπορούσε να ασκηθεί επάνω σε καινούριες φόρμες, σε νέες αφηγήσεις, σε πρωτοπόρες εικόνες.

Και να πω και το άλλο; Πόσο υποκριτικό είναι στην τελική όλο αυτό το «κλάμα» που ρίχνουν οι «τεχνικοί της εξουσίας» –κεντρικής τε και τοπικής– για τα παιδιά μας και τους νέους μας που φεύγουν στο εξωτερικό, όταν την ίδια ώρα προβάλλουν και προωθούν τους κάθε λογής επιτήδειους των δημόσιων σχέσεων; Όταν οι επιλογές τους –συνειδητές και οργανωμένες στο έπακρο– καπακώνουν κάθε ιδέα που πάει να ξεπηδήσει από τη φρεσκάδα και την ορμή τους; Πού είναι, αλήθεια, μία έκθεση με τους μαθητές ή τους απόφοιτους της Σχολής Καλών Τεχνών που, εκτός των άλλων, σκίζουν και καλλιτεχνικά; Πού βρίσκονται οι νέοι της πόλης που βγήκαν από τα εικαστικά εργαστήρια του Πολυτεχνείου; Πότε έσκυψε ο δήμος από πάνω τους; Πότε τους έδωσε πρωτοβουλίες και ερεθίσματα; Χώρους και ευκαιρίες;

Δεν ξέρω, αλλά το νιώθω βαθιά μέσα μου. Είναι σα να έρχεται κάποιος να με σκουντάει και να μου δείχνει επίμονα αυτά τα παιδιά. Να κάθομαι να τα βλέπω αμίλητα δίπλα σε εκείνους τους «άχρηστους πίνακες» του Βενετούλια και του Κεσσανλή και να στοιβάζουν πάνω στα παλιά χρώματα τα δικά τους ματαιωμένα όνειρα. Τις σακατεμένες τους ελπίδες. Και, κάπου–κάπου, από εκείνο το έρημο δωμάτιο με τη σκόνη και την υγρασία, να σκάνε κι ένα πικρό χαμόγελο κοιτώντας από τις χαραμάδες του ξύλου τα λαμπερά εγκαίνια του ισογείου…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου