Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

ΤΣΑΪ ΓΙΑΣΕΜΙΟΥ ΜΕ ΔΥΟ ΑΓΙΟΥΣ



Ήταν κάτι Ήσυχα Βράδια μετά από τις συναυλίες. Οι εικόνες με τα κορίτσια να λικνίζονται ηδονικά πάνω στους ήχους από το Μπαρ το Ναυάγιο, ήταν ακόμη έντονες και σπινθήριζαν παντού τα νιάτα τους. Συνήθως βρισκόμασταν στο Down Town, στο πατάρι του μικρού «διανυκτερεύοντος» εστιατορίου που είχε ανοίξει ο συμμαθητής μου ο Αποστολίδης, κάπου εκεί απέναντι από το περίπτερο του ΕΟΤ.

Η Αρλέτα, «νυχτόβια» μέχρι λατρείας, επέμενε για το ξημέρωμα. Για μία βόλτα στην παραλία που την έλουζε η πάχνη του Νοεμβρίου, για ένα αργό πέρασμα με το άνοιγμα της ψαραγοράς και των μανάβικων του Αγίου Νικολάου, για μια στάση κοντά στο πλοίο που το ξεφόρτωναν οι λιγοστοί λιμενεργάτες. Περπατούσαμε αργά, μιλώντας για τα καπνά, τους εμπόρους που γλεντούσαν μέχρι πρωίας στο αντικρινό Φάληρο, για τον Καζαντζίδη όταν πρωτοήρθε στο Περιστέρι…

Σε μία από αυτές τις ολονυχτίες μας, με ρώτησε αν έχω διαβάσει το Σέργιο και Βάκχο του Καραγάτση. «Όχι», της είπα. «Εκτός από τον Κίτρινο Φάκελο, το Γιούγκερμαν και τα Στερνά του Μίχαλου, άλλο τίποτα». Χαμογέλασε με εκείνη την αφοπλιστική της φινέτσα και την αυστηρή της αριστοκρατία και με προέτρεψε να το βρω και να διαβάσω. «Οπωσδήποτε», μου είπε, «το συνιστώ ιδιαίτερα σε αγιογράφους…».

Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να «βρουν» την ώρα και τη σειρά τους οι δύο Άγιοι του σπουδαίου συγγραφέα. Το βιβλίο, με το πανέμορφο εξώφυλλο που είχε ζωγραφίσει ο Ράλλης Κοψίδης, είχε κάνει ήδη το γνώριμο κύκλο ανάμεσα σε φίλους και συγγενείς, όταν έφτασε στα χέρια μου, με τις φθορές από τις δεκάδες αναγνώσεις του. Συν τις σημειώσεις στις λευκές σελίδες των οπισθόφυλλων με τα ονόματα των αυτοκρατόρων και τη σειρά που αυτοί διέσχισαν τα λαμπρά και ταραγμένα  χρόνια του Βυζαντίου. Έτσι, «ζεστό» και «οικείο», το ξεκίνησα. Και στο κάθε τσάκισμα της σελίδας που κρατούσε την επαφή μου με την επόμενη ανάγνωση, θυμόμουν πάντα εκείνο το βράδυ με την Αρλέτα. Πίνοντας που και που και κανένα Τσάι Γιασεμιού…

Ο Σέργιος και Βάκχος, λοιπόν. Οι «άγιοι–ήρωες» του Καραγάτση που περιδιαβαίνουν «αοράτως» τα γεγονότα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εξιστορώντας τη μακρά διαδρομή του Ελληνισμού, από το 250 μ.Χ. μέχρι το 1948. Δεκατέσσερις αιώνες «παρακολούθησης» από δύο χιλιοβασανισμένους μάρτυρες που «ζουν και αναπνέουν» τα έπη και τους κραδασμούς, ωσάν «ρεπόρτερ της ιστορίας». Αρνούμενοι τη «σιγουριά και την ασφάλεια» του Παραδείσου, θα επιλέξουν να «κατοικήσουν» στο ναό  που έχτισε προς τιμήν τους ο Ιουστινιανός και τον οποίο θα «χρησιμοποιούν» ως ορμητήριο των «επαφών» τους με τον κόσμο των θνητών.

Αυτό το «εφεύρημα» του Καραγάτση δίνει στα γεγονότα μία «ακατέργαστη ομορφιά», ικανή για οποιαδήποτε πρόκληση και… παρεκτροπή. Οι «άγιοί του», χαλαρωμένοι και απελευθερωμένοι από ιστορικούς και θεολογικούς «παπαγαλισμούς», θα βρεθούν αντιμέτωποι με τα πάθη των εξουσιών, με τα επιτεύγματα και τους θρύλους των αυτοκρατόρων και των πατριαρχών, με την αξιοσύνη τους και τις δολοπλοκίες τους, με την ακμή τους και την παρακμή τους… τους έρωτες, τις δολοφονίες, τις διαπλοκές, τα μίση, τους εγωισμούς τους.

Αυτή η «ανθρώπινη πλευρά» της Ιστορίας παίρνει περιπετειώδεις διαστάσεις, ένεκα των «συχνών επισκέψεων» των αγίων στα πολιτικά, θρησκευτικά και στρατιωτικά «χαρακώματα» της Ρωμιοσύνης. «Επισκέψεις» τραγικές, εύθυμες, ελπιδοφόρες, αγωνιώδεις, γεμάτες μυστήριο και εκπλήξεις. «Μέσα» στους πόλεμους, στις κατακτήσεις, στις ήττες, στις αλώσεις, στους θανάτους, στις σκλαβιές, στις επαναστάσεις, στις λευτεριές…

Και με ένα –μπορεί και μοναδικό– συμπέρασμα: Τίποτε δεν διορθώθηκε. Οι Έλληνες θαρρούν πως μπορούν να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία τους με χρυσάφι και όχι με αίμα. Πλάνη τραγική, που οι ερχόμενες γενιές θα την πληρώσουν με αίμα, αίμα, αίμα… Αίμα όταν θα σκλαβωθούν, αίμα όσο θα είναι σκλάβοι… κι ακόμη περισσότερο αίμα, όταν θα αγωνιστούν να ξανακερδίσουν τη χαμένη τους λευτεριά…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου