Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ



Και τι δε κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος
Ντίνος Χριστιανόπουλος

Άη Στράτης. Ο παππούς Θωμάς Φιλομούζης φωτογραφίζεται έξω από ένα στρατιωτικό αντίσκηνο. Ημερομηνία, 8 Απριλίου του 1951. Πίσω της, τα όμορφα ξεθυμασμένα του γράμματα: Ενθύμιον εξορίας. Στην ανιψούλα μου Λευτερίτσα Λαμπρίδου…

Τη φωτογραφία αυτήν την πρωτοείδα πολύ μικρός. Ήμουν δεν ήμουν επτά–οκτώ χρονών όταν άρχισα να ψυχανεμίζομαι τις πρώτες οικογενειακές διηγήσεις γύρω από την ιστορία της. Αυτές που συνήθως συνοδεύονταν από μικρά και κοφτά λόγια. Από έναν μακρόσυρτο ψίθυρο, γεμάτο μυστήριο και σκοτεινιά. Ο παππούς μας (για την ακρίβεια, θείος της μάνας μου, αλλά «πατέρας» όλων μας σε εκείνο το σπίτι της οδού Μιλτιάδου) είχε επιστρέψει τσακισμένος από τον Άη Στράτη και ζούσε εκτοπισμένος σε μία απόμερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Εκεί τον βρήκε και η χούντα. Ακόμη και ανήμπορο, να τον παρακολουθούν μέρα νύχτα οι ασφαλίτες και να του απαγορεύουν κάθε επαφή με την οικογένειά του.

Με στοίχειωσε αυτή η φωτογραφία. Μέσα μου –και χωρίς να το καταλάβω– ο παππούς είχε πάρει μυθικές διαστάσεις. Έγινε σύμβολο. Ένας ήρωας κάποιων άλλων «παραμυθιών». Κι όταν μετά από πολλά χρόνια, τότε προς το τέλος της ζωής του που βρέθηκα να περπατάω μαζί του κάτω από τον Λευκό Πύργο και μου μίλησε πρώτη φορά για «το νησί», σπάραξε η καρδιά μου. Μα αυτός, ολόρθος λες μέσα στο «ιλιγγιώδες φιλμ» της ζωής του, είχε τέτοια γαλήνη στο πρόσωπο και τέτοια ομορφιά, που ο φόβος και ο θυμός έσβηναν ήρεμα μέσα στη θαλάσσια παρηγοριά του Θερμαϊκού.

Εκείνο το πρωινό άκουσα από τα χείλη του τα «μεγάλα, λαμπρά ονόματά τους». Για τους συντρόφους του ποιητές. Για τον Γιάννη Ρίτσο που ζούσε στο παραδιπλανό αντίσκηνο και ζωγράφιζε υπομονετικά πάνω στις πέτρες κάτι αρχαίες μορφές. Για τον Μάνο Κατράκη που έβγαινε στα κόκκινα ηλιοβασιλέματα και σιγοτραγουδούσε τον Ερωτόκριτο. Για τον Μενέλαο Λουντέμη που τον είδαν να ξερνάει πάνω στα βράχια το πρώτο του αίμα από τη φυματίωση. Για τον συγκάτοικό του, τον Θέμο Κορνάρο, που τους διάβαζε για ένα άλλο νησί, τη Σπιναλόγκα…

Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Πέθανε μετά από λίγους μήνες. Ήσυχα έφυγε, είπαν. Πρόλαβε και είδε το εγγόνι του. Τον Θωμά του. Στη κηδεία του, είχαν απαγορέψει τα πάντα. Καμία συνάθροιση, κανένας επικήδειος. Επικίνδυνος ακόμη και στον θάνατο ο παππούς. Ο παππούς μας…

Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στη μνήμη του φωτογράφου Βασίλη Μανικάκη. Στο δικό του πάθος, τη δικιά του φροντίδα και τη δικιά του αυταπάρνηση, χρωστάω αυτήν τη φωτογραφία και όλα όσα τη συνοδεύουν. Το μεγάλο και πολυσήμαντο (ιστορικά και πολιτιστικά) έργο του, είχαν την μοναδική ευκαιρία να το δουν και να το γνωρίσουν όσοι επισκέφτηκαν τον περασμένο μήνα την σπουδαία έκθεση του Αρχείου Βασίλη Μανικάκη, στη Δημοτική Καπναποθήκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου