Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

ΓΙΑ ΛΥΠΗ...



Και τώρα που έπεσαν οι μάσκες, καιρός να αναμετρηθούμε, σύντροφοι. Στα ίσα. Και να «ματώσουμε». Λίγο με νοιάζει πια. Καλύτερα με τα «τραύματά» μας, παρά με τη λήθη. Προτιμότερο με τη «φωνή», παρά με τους ψιθύρους. Αντικριστά λοιπόν και κατάματα.

Έφαγα πίκρα, που λέτε, όταν σας είδα να «στολίζετε» το ψηφοδέλτιο του Σιμιτσή. Να γίνεστε τα μπιμπελό του. Μια διακοσμητική πόζα. Τα πολιτικά του καρτούν. Το αριστερό του άλλοθι. Άβουλοι και σερνάμενοι. Χωρίς αρχές, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς ιδεολογία. Ναι, μπορεί να το είχα ψυλλιαστεί και να το περίμενα, αλλά –θα το ξέρετε και εσείς– άλλο είναι να την ψυχανεμίζεσαι την πραγματικότητα κι άλλο να τη «ζεις». Τρως ήττα, ρε παιδί μου. Σπάζεσαι. Κι επειδή εμείς είμαστε και από μια «άλλη συγκίνηση», έρχεται στα καπάκια εκείνος ο γαμημένος άσβεστος πόνος από τους παλιούς «χωρισμούς» και τις διασπάσεις και σου κάνει το μέσα σου κομμάτια. Στο σμπαραλιάζει.

Οκέι. Το έβλεπα κι εγώ. Αισθανόσασταν άβολα μαζί μας. Κουμπωμένοι ήσασταν. Μια μικρή ευκαιρία ψάχνατε για να μαζέψετε τους «λογαριασμούς» σας και να φύγετε. Αφορμές ζητούσατε και λεπτομέρειες. Μέχρι που βρέθηκαν κάποιοι άμυαλοι και θερμοκέφαλοι από την αποδώ μπάντα και σας τα πρόσφεραν απλόχερα. Και πήγατε γι’ αλλού…

Δικαίωμά σας, ρε σύντροφοι. Και μιας κι εγώ δεν έπαψα ποτέ να σας λογαριάζω και να σας «χρεώνω» στη «δικιά μου Αριστερά», έδινα πάντα τόπο στην ελπίδα για το μετά. Για κοινούς βηματισμούς και για κοινά όνειρα. Με τις διαφορές μας, με τις ιδιαιτερότητές μας, με τις εμμονές μας, με τις παραξενιές μας, με τα καλά μας και τα στραβά μας. Με τα ανθρώπινά μας. Πάνω απ’ όλα, με τα ανθρώπινά μας. Γι’ αυτό και λίγο με ένοιαζαν τα «μετερίζια». Άλλωστε, τίποτε από αυτά που είχαμε «υπογράψει» μαζί δεν είχε αλλάξει. Ίδια από τότε. Άθιχτα. Και πρωτοπόρα. Αφήστε που τα περισσότερα μάς τα είχε «μεταλαμπαδεύσει» η πείρα και η γνώση ενός «δικού» σας. Στα «πατήματά» του προχωρούσαμε. Στις δικές του διαδρομές.

Τα ξεχάσατε όμως αυτά. Τα σβήσατε μονοκονδυλιά. Από πείσμα; Από γινάτι; Από έναν παλιό εγωισμό που δε λέει να ξεθυμάνει; Όλα να τα δεχτώ. Και να σας συμμεριστώ. Να σας δώσω και τα δίκια που σας αναλογούν. Αλλά μέχρις εκεί…

Δε θυμώνω που σας βλέπω αλλού. Σας λυπάμαι. Το ξέρω, είναι σκληρό αυτό που λέω και χίλιες φορές ο θυμός και τα σιχτίρια, αλλά ναι. Σας λυπάμαι. Δε σας είχα για τόσο χαμηλά, ρε σύντροφοι. Για τόσο σύρσιμο. Για τέτοιο ξεπεσμό. Γι’ αυτό, τα λόγια μόνον του ακριβού μου ποιητή θα σας θυμίσω και θα σας αποχαιρετήσω.

- Η εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα.
- Στο χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου