Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Φ - ΟΡΤΣΑ - ΚΗΣ



Πρώτη και κύρια προϋπόθεση για να «κουβαλάει» κάποιος τον τίτλο του Δασκάλου, είναι να αποδεικνύει καθημερινά την Αγάπη του προς τα παιδιά. Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με, τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, έλεγε ο Χριστός, χωρίς ποτέ να τα διαχωρίζει σε «δύσκολα», «προβληματικά» ή… ακραία. Και για το «πάω» ακόμη πιο «μακριά», στη στάση απέναντι σε αυτές τις «κατηγορίες» παιδιών κρίνεται (και δοκιμάζεται) το φρόνημα του δασκάλου, οι αρετές και η παιδαγωγική του αξία.

Τέτοιος δάσκαλος ΔΕΝ είναι ο κύριος Φορτσάκης! Όχι γιατί υπερασπίζεται ένα νομοθετικό πλαίσιο (έργο –και αυτό– της αλησμόνητης Διαμαντοπούλου) το οποίο βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με το Σύνταγμα, όχι γιατί παραμένει «ακλόνητος φρουρός» στο «προπαγανδιστικό κάστρο» της ΝΕΡΙΤ, ούτε γιατί ως πρύτανης στο Καποδιστριακό εξακολουθεί –«κόντρα» σε νόμους και ηθικές– να διατηρεί τις δουλειές του στο δικηγορικό του γραφείο. Τίποτε απ’ όλα αυτά, όσο κι αν το καθένα ξεχωριστά «περιγράφει» με σαφήνεια το «ανθρώπινο είδος» που εκπροσωπεί.

Εκείνο που κάνει τον κύριο Φορτσάκη εντελώς ακατάλληλο για μία τόσο σπουδαία θέση, είναι ότι δεν έχει το χάρισμα της αγαπητικότητας. Η σχέση του με την Παιδεία δεν έχει καμία αναφορά στη «στοργή», στην «ανοχή», στη «συγχώρεση». Γι’ αυτόν –και για πολλούς άλλους της ιδίας συνομοταξίας– η ενασχόληση με το λειτούργημα του δασκάλου, ήταν εξ αρχής σχέση συναλλαγής με την εξουσία. Κι αυτήν τη σχέση καλείται να υπερασπιστεί με τα εφιαλτικά του RAUS και το ανατριχιαστικό του ύφος. Το τελευταίο, ευθέως ανάλογο με εκείνο των συναδέλφων του που όμνυαν κάποτε στο καθεστώς των συνταγματαρχών.

Ναι, μπορεί κι εμένα να με ενόχλησαν κάποιες συμπεριφορές και κάποια από τα «χωσίματα» των φοιτητών που (ας μην το παραβλέπουμε), ΔΙΚΑΙΩΣ  έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν για τα όσα πάνε να «στήσουν» στα ελληνικά πανεπιστήμια οι επιτήδειοι του νεοφιλελευθερισμού. Και για προχωρήσουμε, ας βγάλουμε από τη συζήτηση το «τροπάρι» των μειοψηφιών, γιατί αν στον κόσμο ολάκερο δεν υπήρχαν αυτές οι μειοψηφίες, ακόμη ούγκανοι στα σπήλαια θα ήμασταν και (στην καλύτερη) δούλοι στις αγορές και θηράματα στις αρένες. Γι’ αυτό, τέλος με το επιχείρημα των «ολίγων».

Λέω λοιπόν το εξής: όσο κι αν η «εικόνα» των φοιτητών (γιατί, αν δεν το έχετε καταλάβει ακόμη, επί της «εικόνας» –και δη της τηλεοπτικής– μιλάμε τόσες μέρες) ήταν «άκομψη» και «αντιαισθητική», δεν παύει να είναι μέρος ενός νεανικού αυθορμητισμού που μπορεί να περιέχει τα πάντα: από φανατισμό, πείσμα και απολυτότητα μέχρι μια τρέλα, μια «λόξα νεανική» (που θα έλεγε –αλλά και θα συμφωνούσε μαζί της– ο συγχωρεμένος ο Νίκος Καββαδίας). Κι επειδή «όλοι κάποτε νέοι» (κατά τον μέγα Αναγνωστάκη), λίγο–πολύ, μια αποκοτιά, μία υπερβολή, μία απερισκεψία, ένα λάθος, όλοι θα έχουμε να διηγηθούμε στα (σπάνια, είναι αλήθεια) ξεσπάσματα της αυτοκριτικής μας.

Και σκέφτομαι: αν ο δάσκαλος δεν είναι σε θέση να «ανοιχτεί» στα «πελάγη» των νεανικών «ιδιαιτεροτήτων», αν δε μπορεί να «βυθιστεί» σε περίπλοκες και απαιτητικές κατανοήσεις, αν δεν έχει τις ικανότητες να συμφιλιώνεται με το διαφορετικό και το «άγνωστο», αν τον φοβίζουν τα «πάθη» και οι «ακρότητες», τότε αυτό που του μένει ως ύστατη κίνηση για να προφυλάξει την αξιοπρέπειά του, είναι ένα: να αλλάξει αμέσως επάγγελμα!

Για λόγους προστασίας και σεβασμού της έννοιας «αξιοπρέπειας», η παραπάνω παραίνεση δε θα μπορούσε να αφορά στον κύριο Φορτσάκη. Αρκεί το ύφος του μόνο για να κατανοηθεί ο διαχωρισμός και η απόρριψη. Α, ναι. Και το γεγονός ότι τον υπερασπίζεται ο Πρετεντέρης…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου