Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

ΔΟΞΑΖΩ ΤΟΝ ΘΕΟ ΓΙΕ ΜΟΥ...



Τηλεφωνώ στο σπίτι. - Θα σε έπαιρνα, μου λέει η μάνα μου, αλλά περιμένω να τελειώσει η ορκωμοσία. Ακούω στο βάθος τη φωνή του πατέρα μου: - Δωσ’ τον μου λίγο. Μεσολαβεί ένα κενό. Κι έπειτα, ένα τρέμουλο στα λόγια του. - Δοξάζω τον Θεό, γιε μου, που με αξίωσε στα 85 μου να δω να ορκίζεται μία κυβέρνηση της Αριστεράς. Κρατιέμαι για να μην κλάψω, αλλά ο κόμπος ανεβαίνει μέχρι επάνω. Θεριό ανήμερο. Πάει να σπάσει το στήθος μου. Τον βλέπω νέο μπροστά μου. Παιδάκι στη Κατοχή σε νυχτερινά δρομολόγια ανάμεσα Θάσο και Ιερισσό. Οι Βούλγαροι με τα τουφέκια στο στήθος του. "Μη βρουν τα τρόφιμα". Δεήσεις που φτάνουν μέχρι τα απέναντι μοναστήρια. Εισακούονται. Περνάει. Τον περιμένουν μάνα και αδέλφια. Στη Λαγκάδα, τα αντάρτικα του Μανωλίτσου. Σαν αστραπή από μπροστά του. Και σαν γίγαντες. Θεόρατοι. Με το ντουφέκι τους στον ώμο… Πάνε. Άλλοι στο θάνατο, άλλοι στους διωγμούς, άλλοι στην προσφυγιά. Τώρα μπουραντάδες και χωροφυλάκοι. Τραμπούκοι και κατσαπλιάδες. "Θα σας γαμήσουμε, παλιοκομμούνια...". Το ξύλο της αρκούδας. Κυνηγητό ανελέητο. Δουλειά πουθενά. Τον διώχνουν κι απ’ το καπνομάγαζο. "Έχεις φάκελο, λυπάμαι"... Γεννιέμαι. Χρόνια πέντε στο Θεολόγο. Φέρνει τον «κινημάτογραφο» στο χωριό. Μία, δύο, τρεις ταινίες κι έπειτα οι ασφαλίτες απ’ έξω. Ποιος να μπει; Κατεβάζει τη μηχανή στα Λιμενάρια και τη φορτώνει στο καΐκι για Καβάλα. "Γιατί κλαις, πατέρα;". Γυρίζει από την άλλη. Κρυμμένα δάκρυα. Μεγάλος πόνος. Μην τον ζήσει κανείς. Αγοράζει μια Lubitel. Γυρίζει σ’ όλα τα χωριά και βγάζει φωτογραφίες για ταυτότητες. Τα βράδια επιστρέφει στο σπίτι χαρούμενος. Μας πάει και στο Εξοχικόν Κέντρον ο Γρηγόρης. Χορεύει με τη μάνα μου «αγκαλιαστό». Πετάω. Αλλά το μαντάτο είχε φτάσει ήδη. Πρώτα ψίθυρος, μετά φωνή, κατόπιν οργή. Σκοτώσαν τον Λαμπράκη! Ξανά στα μετερίζια. Έρχονται ναυλωμένοι παρακρατικοί από τον Λιμένα και τα κάνουν λίμπα. Βάζουν φωτιά στα γραφεία της ΕΔΑ. Καίνε ό,τι βρίσκουν. "Δεν τη γλυτώνεις απόψε, καργιόλη…!". Κι αυτός, να τρέχει να σώσει τα βιβλία. Τίποτε δε γλύτωσε. Οι χωριανοί κρύφτηκαν όλοι. Ποιος να τολμήσει; Σε λίγες ημέρες, αφήσαμε πίσω τα αποκαΐδια και ήρθαμε στην πόλη. Στο κατάστρωμα του Αλέξη μού έδωσε ένα βιβλίο με καμένο εξώφυλλο. "Φύλαξέ το", μου είπε. "Αυτό μπόρεσα μόνο… ". Το έσφιξα καλά επάνω μου και ζεστάθηκε όλο μου το μέσα. Το Φως Που Καίει. Από σήμερα, στο πατρικό της μάνας μου. Συνοικία Προφήτη Ηλία, κάτω από την εκκλησία. Ψάχνει για δουλειά. Εμπόδια παντού. Μασημένα λόγια. Αόριστες υποσχέσεις. Μέχρι που βρέθηκε ένας εργοδηγός και τον πήρε βοηθό σε εκσκαφέα. Ανοίγουν το δρόμο στο Ζυγός. Ανασάναμε. Έφυγε από πάνω μας η σκοτεινιά. Ήρθαν χαμόγελα. Κράτησαν λίγο. "Με απειλούν ότι θα μου πάρουν το έργο…".  Στον τρίτο μήνα τον απέλυσε. Νοέμβρης και έσφιγγε το κρύο. Απόπειρα να ανοίξει δικό του μαγαζί. Γωνία Κουντουριώτου και Γραβιάς. Βάζει κάτω όσα έμαθε στην σκήτη της Αγίας Άννας και ξεκινάει. Πείσμα και υπομονή από ατσάλι. Τα καταφέρνει. Η πρώτη παραγγελία. Τι χαρά ήταν εκείνη! "Λαμπάδα σαν το μπόι σου θα σε ανάψω, άγι’ Αντώνη μου…". Και νά οι προπλασμοί και νά τα ψιμύθια. Νά τα ιμάτια και νά οι βόστρυχοι. Χρόνια δύο και ήρθε ο Απρίλης. Μεγαλοβδομάδα. Πρωί της 21ης, τον βλέπω να ταχτοποιεί τα πινέλα και τα χρώματα. Αμίλητος μέσα σε εμβατήρια και διαγγέλματα. Ελληνικέ λαέ"Μπορεί να έρθουν κι από δω…". Πήγε μεσημέρι και δε φάνηκαν. Γυρίσαμε σπίτι. Έλειπε ο παππούς Θωμάς. "Για την Γυάρο μάς είπαν…". Φτου κι απ’ την αρχή. Κρύβει ένα ραδιόφωνο στο υπόγειο και ανεβαίνει. Τσούρμο οι χαφιέδες. Μέρα παρά μέρα στην Ασφάλεια. "Ένα παλιόχαρτο είναι, ρε μαλάκα, υπόγραψέ το να τελειώνουμε…". Του υπόσχονται δουλειά, έτοιμα χαρτιά να φύγει στη Γερμανία, ό,τι γουστάρει… Τ’ αρνιέται όλα. Σε λίγους μήνες γκρεμίζουν και την Κουντουριώτου. Μετακομίζει στην Ψαρών. "Αγιογράφος και κομμουνιστής; Θα πεινάσεις, δεν το πήρες χαμπάρι;". Να ‘ναι καλά εκείνος ο παππούλης από το Παγγαίο που του έδινε από καμιά παραγγελία. Και μια καλόγρια. Η Θέκλα. Καλή ψυχή. Αραίωσαν και οι ενοχλήσεις. Ορθοπόδησε. Ερχόταν και καλά νέα από τη Φωνή Της Αλήθειας. "Θα πέσουν!"... Μαζί βγήκαμε στους δρόμους. Σημαίες, λάβαρα, συνθήματα, τραγούδια. Οι φίλοι που γύρισαν. Οι σύντροφοι που αγκαλιάστηκαν. Τα δάκρυα που έτρεξαν. Η Αυγή, ο Ριζοσπάστης. Οι διασπάσεις που τον μάτωσαν. Με ποιους να πάει και ποιους ν’ αφήσει! Κι από κοντά οι άλλες χαρές, οι άλλες αγωνίες. Να παντρέψει το παιδί του, να δει εγγόνι... -Δωσ’ τον μου λίγο… Αιώνας η στιγμή... -Δοξάζω τον Θεό, γιε μου… Να κλάψω, να αγαλλιάσω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου