Πέμπτη 16 Μαΐου 2013



Το πρόσωπό της ήταν το πιο όμορφο στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Το πιο φωτεινό. Σε αιχμαλώτιζε από την πρώτη στιγμή. Σε κυρίευε. Η διαύγειά του, η οικειότητά του, η αλήθεια του. Οι θαυμαστές του ισορροπίες  ανάμεσα στα εύθραυστα μάτια της και την άσβεστη ιερότητα των χειλιών της. Και εκείνες οι παρυφές του… Τι αρμονία και τι λεπτότητα. Και τι ήθος! Πρόσωπο βγαλμένο, θαρρείς, από αναγεννησιακά πορτραίτα, δέσποζε σε κάθε του καδράρισμα. Σε κάθε του κίνηση. Από τότε που, παιδούλα ακόμη, θα βρεθεί στα μυθικά πλάνα του «μολυβένιου» Ουρανού του Τάκη Κανελλόπουλου.

Όμως, πάνω και από αυτήν ακόμη την αγγελική της ομορφιά, η Νίκη Τριανταφυλλίδη υπήρξε μία μεγάλη ηθοποιός. Για την ακρίβεια, μία τεράστια ηθοποιός! Όσοι ευτύχησαν να τη δουν ζωντανά στο θέατρο, μπορούν να με καταλάβουν απόλυτα.

Ήμουν από τους τυχερούς, αν και η «γνωριμία» μου με τους ρόλους της υπήρξε αντίστροφη της προσωπικής. Ωστόσο, αυτή η «προεόρτια εμπειρία», έμελε να είναι πολύ καθοριστική και να με σημαδέψει ανεξίτηλα.

Ήταν τέλη της δεκαετίας του ‘70 και η «καρδιά της μεταπολίτευσης» κρατούσε κάτι από τους παλιούς της σφυγμούς. Τα φεστιβάλ της νεολαίας μπορούσαν ακόμη να υπερηφανεύονται για την αισθητική τους (ποιος ξεχνάει το Μάνο Χατζιδάκι στο Φεστιβάλ του Ρήγα Φεραίου) και οι άνθρωποι που ερχόταν σ’ αυτά, κουβαλούσαν μέσα τους την ευπρέπεια, τη σύνεση και την ησυχία ενός άλλου πολιτισμού.

Σε εκείνους τους καιρούς –κνιτάκι από τα γεννοφάσκια μου εγώ– αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας μία αποστολή που, στα άγουρα μυαλά μου, έπαιρνε διαστάσεις… επανάστασης! Ο θερινός κινηματογράφος της Ροδόπης μύριζε από το ποτισμένο αγιόκλημα που αγκάλιαζε τον παραλιακό του τοίχο και τα μικρά του χαλικάκια στους διαδρόμους, ανεπαίσθητα λες, έτριζαν κάτω από τα πόδια μας το δυσοίωνο μέλλον του. Σε αυτόν το χώρο, η ΚΝΕ θα διοργάνωνε το πρώτο της Φεστιβάλ.

Όταν μίλησα για πρώτη φορά με τη Νίκη Τριανταφυλλίδη, η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Μία πρόσκληση ήταν, αλλά άντε να την εκφράσεις. Κομπιάσματα, προετοιμασμένα λόγια που έγιναν φύλλο και φτερό μέσα σε λίγες στιγμές… Ναυάγιο σκέτο. Μετά έχασα και τα πόδια μου και η πανωλεθρία ήρθε και ολοκληρώθηκε. Και πάνω ακριβώς στη μεγάλη καταστροφή και την απελπισία, την ακούω να μου λέει: έρχομαι!!! Τόσο απλά, τόσο γήινα, τόσο ανθρώπινα.

Ταξίδεψε μόνη της με το λεωφορείο. «Πολλές ώρες», της είπα, «θα κουραστήκατε». Χαμογέλασε. «Έπλεκα και πέρασαν εύκολα. Ούτε που τις κατάλαβα». Δε δέχτηκε να πάρει δραχμή για τα μεταφορικά και το ξενοδοχείο της. Και με χίλια ζόρια θα την αποτρέψω να μην πληρώσει τα θαλασσινά που διάλεξε στην Ωραία Μυτιλήνη…

Το βράδυ στη Ροδόπη όλα έμοιαζαν μαγικά. Ο Κώστας Καναβούρης διάβαζε για πρώτη φορά ποιήματά του. Η Μαρία Δημητριάδη και ο Κώστας Μεράντζας ανέβαζαν θερμοκρασίες και ρίγη. Και η Νίκη… Η Νίκη μέσα στη σιωπή και τη γαλήνη. Μέσα σε μία πελώρια αγκαλιά από μάτια. Από χέρια διστακτικά στο άγγιγμα. Από ανελέητα καρδιοχτύπια… Άνοιξε τον Πέτρινο Χρόνο του Ρίτσου… Ακόμα δεν μιλήσαμε. Δεν είπαμε ακόμα το δικό μας τραγούδι…

Από τότε, αυτούς τους στίχους και εκείνο της το «έρχομαι» μου φαίνεται σα να τα ακούω συνέχεια. Έρχονται αναλλοίωτα. Διαπερνούν έρωτες, θαύματα, σιωπές, αναμονές, λάθη… Ό,τι μοιράσαμε, ό,τι χωρίσαμε. Το ίδιο κατευναστικά, το ίδιο ελπιδοφόρα. Και πάντα πίσω από τη δικιά της μορφή, τη δικιά της ουράνια φωνή.

Δε θέλω κανείς να μου τα διαταράξει αυτά. Κανείς να μου τα αλλάξει. Τα θέλω ολότελα δικά μου. Σαν ένα πολύτιμο φυλακτό από γέννα αέναη. Γιατί τη Νίκη Τριανταφύλλιδη τη λάτρεψα βαθιά. Κι ας μην πρόλαβα να της το πω…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου