Κυριακή 26 Μαΐου 2013

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ ΣΤΑ... ΚΑΘ' ΗΜΑΣ



Το περιστατικό που θα σας διηγηθώ εξελίσσεται τις πρώτες ημέρες της μετα–επαναστατικής Ρωσίας. Ο Λένιν, μαζί με τους ιστορικούς ηγέτες των Μπολσεβίκων, βρίσκονται κλεισμένοι μέσα σε ένα δωμάτιο, προσπαθώντας να βρουν λύσεις στο τεράστιο επισιτιστικό πρόβλημα του ρώσικου λαού, το οποίο, μέρα με τη μέρα, επιδεινώνεται ραγδαία λόγω του παγκόσμιου αποκλεισμού της χώρας, του εμφυλίου που μαίνεται αδυσώπητος και του χειμώνα που, εκείνον τον Οκτώβρη του ‘17, μπήκε με όλη του την ορμή και τη σκληράδα. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά, οι επιλογές περιορισμένες και οι καταστάσεις οριακές.

Ξαφνικά, ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται μπροστά τους ο υπουργός Πολιτισμού, κρατώντας στα χέρια του ένα χαρτί με ένα χειρόγραφο κείμενο. Αντιλαμβανόμενος τις συνθήκες και την κρισιμότητα των στιγμών, διστάζει να πει το λόγο του ερχομού του, το διπλώνει στα δύο και κάθεται σε μία καρέκλα που βρίσκεται στην άκρη ενός μικρού τραπεζιού. Ο Λένιν τού κάνει νόημα να πλησιάσει και τον ρωτάει για το περιεχόμενο. «Ένα ποίημα του Μαγιακόφσκι είναι, σύντροφε. Θέλαμε την άδειά σας για να το τυπώσουμε σε 500 αντίτυπα και να το μοιράσουμε στον κόσμο, αλλά αισθάνομαι ότι αυτό θα είναι μεγάλη πολυτέλεια…». 

Επικρατεί σιωπή. Όλοι μοιάζει να συμφωνούν με τον υπουργό και θεωρούν ότι το θέμα έληξε εκεί. Ο Λένιν όμως, με χαμηλή φωνή, ζητάει από τον υπουργό το χειρόγραφο του ποιητή. Το ανοίγει μπροστά στο φως μιας λάμπας, διαβάζει τις πρώτες αράδες και το επιστρέφει πάλι πίσω. «Να το τυπώσετε…»!

Ο υπουργός Πολιτισμού το ξαναδιπλώνει με προσοχή, τους χαιρετάει όλους και γυρίζει προς την πόρτα. Ανοίγοντάς την για να φύγει, ακούει την φωνή του Λένιν. «Και αύριο, σύντροφε, δώσε εντολή να ξανανοίξουν τα Μπολσόι…»!

Θυμήθηκα την ιστορία που μου διηγήθηκε κάποτε ο Θάνος Μικρούτσικος, ακούγοντας τη διαφήμιση για τις προβολές της  Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης στους (έτσι κι αλλιώς) μαγευτικούς χώρους του Imaret. Και θυμήθηκα μαζί το θόρυβο που είχε ξεσηκωθεί πριν από ενάμιση–δύο χρόνια, όταν ο δήμος Καβάλας πήρε την πρωτοβουλία να εντάξει τις παραστάσεις εκείνης της περιόδου σε ένα δικό του, αυτόνομο πρόγραμμα προβολών.

Ανεξάρτητα από τις (έως και υπερβολικές) αντιδράσεις των «αγανακτισμένων των πλατειών», ανεξάρτητα από το (ολίγον θολό) πλαίσιο συνεργασίας με τον Όμιλο του Αnt1, ακόμη–ακόμη ανεξάρτητα και από το (εν πολλοίς αναμενόμενο) «φιάσκο» της προσέλευσης των θεατών, αυτό που μπορεί να διαπιστώσει κανείς σήμερα είναι το τεράστιο έλλειμμα «πολιτικής πίστης» που συνόδευε εκείνη την πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής. Και φυσικά, το μεγάλο ιδεολογικό χάσμα από την ιστορική ενέργεια του Ρώσου επαναστάτη.

Λέω το απλούστατο. Αντί ο δήμος να είχε «μοιράσει» απλόχερα το πολιτιστικό αγαθό σε δημόσιες και ανοιχτές προβολές και να «προσάρμοζε» το σπάνιο και ακριβό θέαμα της Όπερας στα νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα που ενέσκηπταν με βίαιο τρόπο στην πατρίδα, επέλεξε να το περιορίσει σε έναν ελιτίστικο κύκλο «επαϊόντων», με αποτέλεσμα το σταδιακό του εκφυλισμό. Δείγμα τελικά και της απόστασής του από τις «εσωτερικές» ανάγκες των δημοτών του.

Δυστυχώς, κανείς ακόμη από τους «πολιτιστικούς παράγοντες» της δημοτικής αρχής δεν έχει αντιληφθεί τον παιδαγωγικό και παρηγορητικό ρόλο της Τέχνης στην εποχή της φτώχειας και της φασιστικής απειλής. Εκτός κι αν νομίζουν ότι με τα «εισιτήρια των ανέργων», η κοινωνική τους αποστολή… τερματίζει!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου