Παρασκευή 3 Μαΐου 2013



Το ότι ο Χρήστος Χωμενίδης είναι ένας μέτριος συγγραφέας, ίσως να μη λέει και τίποτε απολύτως. Ούτε ο πρώτος είναι ούτε και ο τελευταίος που θα παραμείνει στην κατηγορία. Έχει ακόμη πολύ «λίπος» να κάψει η «μιντιακή λογοτεχνία». Και ο ατάλαντος Χωμενίδης (ομού μετά των… ομοθρήσκων) το «καίει» ως αντίδωρο στα αγαπημένα του Μέσα. Από MEGA μέχρι Protagon και τούμπαλιν. Η γνωστή διαδρομή του κάθε μεταμοντέρνου χαϊλάκια συγγραφέα.

Να το ομολογήσω. Ποτέ δεν υπήρξα αναγνώστης των έργων του. Περιστασιακά μόνον και όταν οι συνθήκες απαιτούσαν χαλάρωση με… λογοτεχνικά βίπερ. Ξέρετε, λίγες σελίδες πριν τον μεσημεριανό ύπνο και άλλες τόσες σε στιγμές απομόνωσης στο… λουτροκαμπινέ. Και μέχρις εκεί. Άλλωστε, η «πρώτη μου φορά» μαζί του (με το Σοφό Παιδί, κάπου εκεί στις αρχές της περίεργης δεκαετίας του ‘90) υπήρξε εντελώς… ανοργασμική. Πού να το περιμένεις δηλαδή από έναν συγγραφέα που είχε ήδη δημοσιεύσει «πεταχτό» διήγημά του στο αμιγώς πνευματικό… Playboy!

Κενός από έμπνευση και περιεχόμενο, ο Χωμενίδης βγάζει το συγγραφικό του ψωμί με τα επίθετα του «ανατρεπτικού», του «αμφισβητία» και του «είρωνα». Τύποις. Διότι όλα ετούτα απαιτούν τάλαντο δεκαπλάσιο από αυτό που παράγει το διανοητικό πέρα–δώθε του twitterάκια Chomenidis.

Αυτός ο «άδειος» λοιπόν, κατάφερε να γίνει το «πνευματικό τοτέμ» της Δημοκρατικής Αριστεράς και να λογίζεται σήμερα ως το «αισθητικό πρότυπο» της πολιτικής της κριτικής. Δείγμα ίσως και αυτό της ιδεολογικής της ανισορροπίας και του απολεσθέντος γούστου.

Και για να σας «βάλω» στο «πνεύμα Χωμενίδη», αντιγράφω αποσπάσματα από πρόσφατο μεγαλόπνοο πόνημα του, που –ειρήσθω εν παρόδω– τυγχάνει της «τρελής αποδοχής» των χαρούμενων της διαδικτυακής ΔΗΜΑΡ. Θέμα του (το λες και μόνιμο) ο… Αλέξης Τσίπρας.

Πριν από αυτόν όμως, ο Χωμενίδης προτάσσει την… αυτοκριτική. Σας την παρέχω, προς αποκάλυψη του… φελλού. Τα ιδιωτικά κανάλια, προκειμένου να τονώσουν την τηλεθέαση των πολιτικών εκπομπών τους, επεδίωκαν στα πάνελ να βρίσκονται και εκπρόσωποι του καλλιτεχνικού ή «πνευματικού» κόσμου της χώρας. Στην ουσία αναζητούσαν ατακαδόρους, οι οποίοι θα έσπαγαν κάπως την πλήξη του ξύλινου λόγου. Λάμβανα δυο τουλάχιστον προσκλήσεις τον μήνα. Κάπου-κάπου, άμα δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω, ανταποκρινόμουν…

Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό θυμίζει λίγο το «εκεί που φτύνεις πας και γλύφεις» αλλά, οκέι. Μου αρκεί που ο Χωμενίδης παραδέχεται ο ίδιος ότι ανήκει στους ατακαδόρους και τοποθετεί τον εαυτό του στον (εντός εισαγωγικών) πνευματικό κόσμο. Αν μη τι άλλο, ειλικρινέστατος. Μία μικρή διαφωνία έχω με το «κάπου–κάπου». Θα έστεκε περισσότερο το «συχνά–πυκνά».

Και συνεχίζει απτόητος: Όχι γιατί είχα την ψευδαίσθηση πως με τις παρεμβάσεις μου θα άνοιγα τα μάτια των τηλεθεατών. Ούτε επειδή με δελέαζε μια αποσπασματική δημοσιότητα που καμιά σχέση δεν είχε, στην πραγματικότητα, με το υπαρξιακό μου στοίχημα, δηλαδή με το συγγραφικό μου έργο…

Μπούρδες, μεγάλε. Σε «έφτιαχνε» η δημοσιότητα, σε έκανε γνωστό στο τηλεοπτικό κατιναριό και σου «πούλαγε» βιβλία. Διαφορετικά (και αν όντως σε ενδιάφερε το «υπαρξιακό σου στοίχημα») δε θα γινόσουν «λογοτεχνικός μαϊντανός». Θα φρόντιζες για τις αποστάσεις. Αλλά δεν… τρεφόσουν, γενικώς. Γι’ αυτό και η στιγμή της… ξεχρέωσης.

Και ιδού ο τρόπος…

Δημοτικές Εκλογές του 2006 και ο «συγγραφεύς» Χωμενίδης βρίσκεται (είπαμε, συχνά–πουκνά) στο ίδιο πάνελ με τον Νικήτα Κακλαμάνη, τον Κώστα Σκανδαλίδη, τον Σπύρο Χαλβατζή και τον Αλέξη Τσίπρα. Όλοι τους υποψήφιοι δήμαρχοι για τον δήμο της Αθήνας. Αυτός σιωπηλός, αρκείται στο να παρακολουθεί και να… ψυχαναλύει. Εκ του προχείρου. Κληρονομιά ίσως και από την άλλη του ιδιότητα.

Μόνο που για κάποια διαβολική σύμπτωση (;) οι ψυχαναλυτικές του ικανότητες εστιάζονται μόνο στο πρόσωπο του… μικρού Αλέξη. Διορατικότητα; Διαίσθηση; Να είδε στο φλιτζάνι τα μελλούμενα; Αναρωτιέμαι. Όπως και να ‘χει, μετά από επτά ολόκληρα χρόνια, ο Χωμενίδης είναι έτοιμος για τις ανακοινώσεις.

Ο Αλέξης Τσίπρας έδειχνε –πρώτ’ απ’ όλα– νεότερος από την ηλικία του, χαμογελαστός και τρακαρισμένος σαν φοιτητής που τον έχουν ρίξει ξάφνου σε βαθιά, παγωμένα νερά… Τον παρατηρούσα με αυξανόμενη συμπάθεια. «Εάν είχα μια μικρή αδελφή», συλλογιζόμουν, «δεν θα με χάλαγε να βγαίνει για κάνα εξάμηνο με ετούτον τον πιτσιρικά. Μπορεί να μην τη μυούσε στον Τζον Κασαβέτις, στον Σκρίμινγκ Τζέι Χόκινς, ούτε καν στο κάμα-σούτρα… Θα τη σεβόταν όμως, θα την ενθάρρυνε να ξεδιπλώσει τις ευαισθησίες της. Θα έκαναν ελεύθερο κάμπινγκ σε τίποτα Κουφονήσια, θα μάζευαν αχινούς και θα έψηναν πατάτες στη χόβολη… Το φθινόπωρο εκείνη θα τον εγκατέλειπε στην ψύχρα επειδή θα γνώριζε έναν αληθινά μεγάλο έρωτα. Κι εγώ, άμα λάχαινε, θα τον παρηγορούσα…

Και ‘γω θα ήθελα να σε παρηγορήσω, Χρήστο μου, αλλά δε μου έλαχε. Γι’ αυτό και συνεχίζεις να γράφεις… (Θα έλεγα τι, αλλά είναι Μεγάλη Παρασκευή).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου