Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

--



Τα πλήθη ουρλιάζουν στις κερκίδες.
Ντέφια, νταούλια, κρόταλα, χτυπολογούν στο βάθος.
Ανηφορίζουνε πομπές και μπαίνει ο μέγας τράγος,
ο πρωταγωνιστής, μ’ ένα πριόνι…
Διονύσης Σαββόπουλος

Μ
ικρή σημασία έχει αν οι θεατές (άντε και οι ακροατές) που βρέθηκαν στο Ανθή Καραγιάννη για τη «συναυλία» του Πασχάλη Τερζή ήταν πέντε, επτά ή δέκα χιλιάδες. Ουδείς άλλωστε αμφέβαλε για τη διεισδυτικότητα του «καλλιτέχνη» στις αχαλίνωτες καψουρομάζες. Το λαϊκό του προφίλ, το καλοσυνάτο του πρόσωπο, η έμφυτη σεμνότητά του, κυρίως όμως η φωνητική του στόφα και οι ερμηνευτικές του δυνατότητες, προεξοφλούσαν –ούτως ή άλλως– την κοσμοσυρροή και την επιτυχία. Όμως, το επίδικο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το ποσοτικό μέγεθος της λαοσύναξης. Είναι εντελώς άλλο και είναι βαθύτατα κοινωνικό. Είναι συνυφασμένο με την καθ’ ημάς παιδεία και τον συλλογικό μας πολιτισμό. Και, ως ένα βαθμό, αντανακλά και την ποιότητα της νεότερης πολιτικής μας διαδρομής.

Το «μουσικό είδος» που εκπροσωπεί ο Πασχάλης Τερζής συνδέθηκε άρρηκτα με τα αισθητικά πρότυπα του νεοελληνικού παραλογισμού. Συμμετείχε στο εξωφρενικό πάρτι της παρακμής. Πριμοδότησε την αμορφωσιά και την αγένεια. Εξέθρεψε την ανοησία και την αποβλάκωση. Συνομίλησε υπόγεια με την ακραία ατομικότητα και τον καινοφανή «νεοφιλελευθερισμό της πίστας». Απογειώθηκε στο ορμέμφυτο του ελληναρά γκομενιάρη και της βαμμένης χαζοβιόλας. Θεσμοθέτησε την «ψυχαγωγία της εκτόνωσης» και τον αστικό χουλιγκανισμό των «νυχτερινών σπηλαίων». Με δύο λόγια, «έδωσε νότα» στο συνειδητό ψεύδος της χρηματιστηριακής ευμάρειας και την οργανωμένη χυδαιότητα του πνευματικού υποσιτισμού.

Αυτή η «πολιτιστική πρέζα» δημιούργησε μια καινούρια ηθική. Νέους κώδικες επικοινωνίας. Πρωτόγνωρες συμπεριφορές. Ο «εθισμός» στη φτήνια και την κακογουστιά αποδιοργάνωσε τις κοινωνικές ισορροπίες. Μετέτρεψε τη μετριότητα σε κανόνα. Τον κομπάρσο σε πρωταγωνιστή. Τον κουτό σε «μεγάλο». Τη σαχλαμάρα σε «σχόλιο». Τον «στόκο» σε παράγοντα. Την καγκουριά σε καταξίωση. Τα «μπάζα» σε «μέγαρα». Και το τραγούδι σε «ζαλάδα». Μόνιμη και αθεράπευτη…

Κάπως έτσι μαζεύτηκαν τα «άτακτα πλήθη» στο γήπεδο. Πέντε, επτά, δέκα χιλιάδες… Χθεσινοί πότες, σημερινοί νεόπτωχοι. Ποια malt και ποια Jack Daniels. Ποια σεπαρέ και ποια χλίδα. Ίσος κι όμοιος με τη λουλουδού τώρα, μάγκα μου. Φτωχομπινές του κερατά. Φάε και στη μάπα το τσιμέντο και το κουνούπι και βούβα. Κι αν σου λάχει και κανένα τυχερό στο χορτάρι–πίστα, στρίψε γρήγορα. Μεταβολή. Δε σε παίρνει. Στα πήραν. Σε ξεκαύλωσαν.

Παλιόκαιρος γαμώτη μου. Και σε «πιάνω»… Καλώς ήρθες στο ξέφωτο της φενάκης.


1 σχόλιο: