Τρίτη 30 Ιουλίου 2013



Τότε ηδύνατο τις να καλέσει εις ομιλίαν
του τυχόντα διαβάτην οιουδήποτε χωρίου ή κωμοπόλεως
και να ακούσει λόγους αθάνατους…
Μακρυγιάννης

Έ
νας Θίασος γυναικών «περιοδεύει» στα χρόνια της ελληνικής χίμαιρας. Πόντος, Σμύρνη, Κατοχή, Εμφύλιος… Γυρίζουν, θαρρείς, απ’ την αρχή οι πίσω μας σελίδες. Πρόσωπα βουβά της μέσα μας ιστορίας. Ίσκιοι σερνάμενοι στους βωμούς και τις εκατόμβες. Από Κερασούντα μέχρι Καισαριανή, μια σιωπή δρόμος. Ανάσα μετέωρη. Και μια χειρονομία που έμεινε χωρίς ανταπόκριση… Έτσι δα. Καρφωμένη στο άπειρο.

Ανάμεσά τους, γύρω τους, εκεί απέναντι που αχνοφέγγει ακόμη η φλογίτσα της προσμονής, ακίνητοι κι ολόρθοι σαν από μάρμαρο σκληρό και απείθαρχο, οι γιοι και οι θυγατέρες, τ’ αδέλφια και οι άντρες τους. Οι ωραίοι δικοί μας. Οι άλλες μας πατρίδες… Ποτέ χαμένες, είπε, και έγειρε ευλαβικά στο σκήνωμα του αντάρτη…

Εδώ, η ζωή αυτούσια. Μας ενώνει μαζί της ο Κοινός Λόγος. Έρχεται από τα μέρη των τραγουδιών και μας αρπάζει. Πυρρίχιος και μοιρολόι, ένα. Μακρύ ζεϊμπέκικο… Για τον Φώτη, τον Ηλία, τον Γιώργη… Τον Παύλο και τον Νικολιό… Και από κάτω ο σπαραγμός. Ένα αχ… και πάει. Στους ουρανούς. Στα δάση με των νεκρών την ησυχία σπαρμένα…

Το μνημειώδες έργο της Έλλης Παπαδημητρίου –επίκαιρο όσο ποτέ– «επανέρχεται» στη σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου μετά από δεκαέξι ολόκληρα χρόνια και αφήνει ανεξίτηλο το στίγμα της ακριβής του ποιότητας στις φετινές παραστάσεις του Φεστιβάλ. Οι συγκλονιστικές αφηγήσεις των «αφανών» της ημετέρας τραγωδίας μας, αποκτούν ιδιαίτερες «θερμοκρασίες» χάριν των σκηνοθετικών ρυθμών του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Με υποδειγματικό τρόπο, και μπροστά σε ένα σκηνικό–«μνημείο καρδιάς», θα κορυφωθεί ο δραματουργικός πυρήνας ενός λόγου που, καθώς ατόφιος, καθαρός και ακατέργαστος, μοιάζει να βγαίνει απ’ ευθείας μέσα από τις αρχέγονες και αστείρευτες παραδόσεις μας.

Γύρω από αυτήν την «παράδοση», ο Θεοδωρόπουλος θα «στήσει» ένα «δικό του Θίασο» στα «χνάρια» της αγγελοπουλικής φόρμας (ποιος δε θυμάται εκεί την Εύα Κοταμανίδου στο δικό της μοναδικό μονόλογο), αλλά με τη μεγάλη του μαεστρία να λάμπει αυτόφωτη και δημιουργική. Και πάλι…

Την παράσταση τη διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη ένα «ρεύμα» στερεότητας, λεπτότητας, σεβασμού, μέτρου και ακρίβειας. Τίποτε περιττό. Τίποτε περίσσιο. Μόνον πέντε σώματα γεμάτα εκρήξεις. Πέντε γυναίκες–σύμβολα. Πότε καρφωμένες στους γκρεμούς της ιστορίας και πότε αερικά στα κορφοβούνια της συλλογικής μνήμης. Πέντε γυναίκες γάργαρες. Κεντίδι σεμνό στο ατέλειωτο εργόχειρο του Κοινού μας Λόγου.

Η Τάνια Παλαιολόγου, αύρα που ευωδιάζει μέσα στη νοσταλγία και τους μύθους. Δροσούλα απ’ τα παλιά παράλια. Κορίτσι γιορτινό και φεγγόβολο… Η Ελένη Ουζουνίδου σε κυριεύει από την πρώτη στιγμή. Σχεδόν αδάμαστη. Χτυπάει το στήθος και νομίζεις θα ξεπηδήσουν από μέσα του όλοι οι κατατρεγμοί. Ακούς το θρήνο της και ραγίζεις. Και φεύγεις μαζί της προς Γαράσαρη και Αμάσεια μεριά. Τέτοια εμπιστοσύνη πια… Η Ελένη Κοκκίδου, φυλή από μόνη της. Καλύτερα, όλες οι φυλές, μόνη της. Πηγή αστείρευτη. Λάλον ύδωρ… Η Μαρία Κατσανδρή σηκώνει στους λεπτούς της ώμους όλο το βάρος της ήττας. Σα να έχει γαντζωθεί πάνω της όλος ο ανθός της ματαίωσης. Τα αγόρια με τ’ άρματα και τα καριοφίλια. Κι αυτή να τα σέρνει σε έναν χορό ακίνητο. Παιδί μ’ γιατί σ’ ανάλλαγο, στο αίμα βουτηγμένο… Ακόμη τρέμω… Και η Λυδία Κονιόρδου. Μόνο που δεν ξέρω πια αν ιέρεια θα την πω ή θεά. Μόνο να την αγκαλιάσω θέλω και να της πω πόσο ευγνώμων της είμαι. Χρόνια τώρα…

Κοινός Λόγος, εξ άλλου…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου