Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013


Είναι μερικά πράγματα που, όταν τα αποχωρίζεσαι βίαια και απροσδόκητα, σου αφήνουν μέσα σου ένα τεράστιο κενό. Και μια μελαγχολία αγιάτρευτη. Μπορεί στην αρχή να μην το συνειδητοποιείς και να μην το νιώθεις, αλλά όσο κυλάνε οι μέρες και ο καιρός και το ρήγμα της απουσίας μεγαλώνει, τόσο πιο πολύ έρχεσαι αντιμέτωπος με το ζόφο της καινούριας πραγματικότητας.

Αυτό ακριβώς συνέβη με τη διακοπή του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, όταν, μέσα σε μία στιγμή, ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια του εγχώριου και παγκόσμιου πολιτισμού, βυθίστηκε στο σκοτάδι και την ανυπαρξία. Κι όταν οι άνθρωποί του, εμείς, οι πιστοί του Τρίτου, οι χιλιάδες συν–ακροατές που μεγαλώσαμε με τα σχόλια του Μάνου, με την καλλιτεχνική και γλωσσική συνέπεια των παραγωγών του, με τη μουσική του απεραντοσύνη, με την καλαισθησία και την ωριμότητα του λόγου, της σκέψης και της γνώσης, αλλά –αυτό προπάντων– και με την αισθητική μιας «άλλης πατρίδας», όλοι εμείς λοιπόν, βρεθήκαμε ξαφνικά στο απόλυτο τίποτα.

Το Τρίτο δεν ήταν ένας απλός σταθμός. Ήταν μία ολόκληρη «ραδιοφωνική φιλοσοφία». Ένα εργαστήρι σπάνιων και αξεπέραστων δημιουργιών. Μία πνευματική όαση μέσα στη φοβερή ερημία του πλήθους. Από τότε που το «πήρε πάνω» του ο ξεχωριστός Χατζιδάκις και μέχρι πριν οι αμόρφωτοι και οι σκοταδιστές της κυβέρνησης «αποφασίσουν και διατάξουν» τη σιωπή του, το Τρίτο ήταν μέρος της ημετέρας Παιδείας μας. Το «δίπλα σχολείο» μας. Ελεύθερο, ανοιχτό, πολύμορφο, πολυποίκιλο και εξόχως δημοκρατικό. Γι’ αυτό και μοναδικό!

Γιατί το Τρίτο δεν ήταν ένας «κουλτουριάκος» σταθμός, όπως οι ηλίθιοι, οι ημιμαθείς και οι εντεταλμένοι ήθελαν να τον «περιγράψουν». Προς τιμήν του, το Τρίτο δεν παρασύρθηκε ποτέ από «διανοουμενισμούς» και δυσκολοχώνευτα. Δεν «υπέκυψε» σε ακρότητες ελιτισμού. Και δεν προσαρμόστηκε ποτέ με τις «απαιτήσεις» της αγοράς και του λαϊφ–σταλικού πολιτισμού. Ναι, και αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί: με τα «πνευματικά δεδομένα» της χώρας, το Τρίτο ήταν ένα «δύσκολο ραδιόφωνο». Όμως, οι «μυημένοι» ξέρουν καλά πόσο λαϊκό και πόσο τίμιο με τις αξίες και τις αρχές του υπήρξε. Και πόσο ανθρώπινο.

Και τώρα; Τι αφήνει πίσω του το Τρίτο; Απαριθμώ: Τους αγαπημένους μου «κλασσικούς», Σούμαν, Μάλερ και Τσαϊκόφσκι, μέσα στα δειλά απογεύματα του Φθινοπώρου. Τον Ketil Bjornstad  και τον John Zorn σε ατέλειωτες ακροβασίες της δωδεκάτης νυχτερινής. Τη Marianne Faithfull να «καταπίνει» τα χιλιόμετρα της εθνικής με το Working Class Hero. Τα κρύα βράδια του Γενάρη, τη «μαγεμένη» Ζυράννα Ζατέλη να διαβάζει το εμβληματικό Και Με Το Φως Του Λύκου Επανέρχονται. Την απρόσμενη –μα τόσο οικεία και «αληθινή» – ανάγνωση των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη από τον Τζίμη Πανούση. Τον Μικρό Επιτάφιο του Μανιώτη και του Κραουνάκη με τη Βέρα Ζαβιτσιάνου και τη Δήμητρα Γαλάνη. Την Εποχή της Μελλισάνθης, βράδυ Μεγάλης Παρασκευής. Τα ευρύχωρα και οικουμενικά πρωινά του Κώστα Γιαννουλόπουλου. Τη «μέσα Ελλάδα» του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Τη μεγάλη μουσική του Γιάννη Χρήστου να «φωταγωγεί» τους Πέρσες και τον Προμηθέα Δεσμώτη. Τη λατρευτή μου Σαβίνα στα δύσβατα πρελούδια της Λένας Πλάτωνος… Πού να σταματήσω;

Πάει κιόλας ενάμιση μήνας από τον αποχωρισμό, αλλά ας μην τον συνηθίσουμε. Κι ας είναι αυτό η πρώτη μας αντίσταση στην ισοπέδωση και τον ολοκληρωτισμό. Για αύριο βλέπουμε…

1 σχόλιο:

  1. Ακόμα κι εγώ ( η δεκαοχτάχρονη) που δεν πρόλαβα τις μεγάλες δόξες του Τρίτου, αλλά τη σύγχρονη καθημερινή ομορφιά κι αισθητική του και την ηχογραφημένη απ' τους γονείς μου Λιλιπούπολη, κλαίω για το χάλι μας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή